Ο Γιατρός

“Για πες μου πάλι, που είπαμε ότι είναι το Βουκουρέστι;” ρωτάει ο εύσωμος ενοχλητικός του μπαρ στριμωχνοντάς με πάνω στην μπάρα.
Κάθε μέρα, τέτοια ώρα, οκτώ με οκτώμισι το βράδυ, όταν η ποσότητα αλκοόλ έχει φτάσει σε ικανά επίπεδα συσσώρευσης στον εγκέφαλο του, έχει την τάση να γίνεται χοντρό-μαλάκας.
“Ρώτα τον Γιατρό, εκεί σπούδασε” του λέω, όχι μόνο για να τον ξεφορτωθώ, αλλά και για να την σπάσω στον Γιατρό. Ο άτιμος έχει διπλαρώσει, με σχετική επιτυχία, το γκομενάκι που ζαχάρωνα από μακριά όλο το απόγευμα.
Πέραν αυτού, ο Γιατρός είναι μια αυθεντική εκδοχή του αντιπαθητικού χρήσιμου μαλάκα. Η παρουσία του, που αποτελεί πρόκληση για τους μόνιμους θαμώνες του μπαρ μιας και γαμάει συνέχεια, γίνεται ανεχτή μόνο και μόνο για το σχετικό αίσθημα ασφάλειας που προσφέρει.
Όσο να 'ναι, αν κάτι χρειαστεί, μια τεχνητή αναπνοή, μια τραχειοστομία, κάτι βρε αδερφέ, υπάρχει πάντα η ελπίδα ότι ο Γιατρός θα είναι αρκετά νηφάλιος ώστε να προλάβει να επέμβει.
Μικρή πιθανότητα βέβαια, αλλά οι αλκοολικοί δεν έχουν πρόβλημα με τις μικρές πιθανότητες. Είναι ο τρόπος ζωής τους.
Ως εκ τούτου, το να την σπάσεις στον Γιατρό αποτελεί μια περίπλοκη άσκηση διπλωματίας, τόσο περίπλοκη όσο και ο χορός των μελισσών, και αποτελεί προσφιλές θέμα συζήτησης ανάμεσα μας, κατά την διάρκεια του πρώτου ποτού της ημέρας.
“Στη Βάρνα, στη Βάρνα” φωνάζει προς το μέρος μου ο Γιατρός και μου κλείνει το μάτι αγκαλιάζοντας το γκομενάκι.
“Ναι, ναι, άντε γαμήσου” σφυρίζω μέσα από τα δόντια μου και χαμογελάω απολογητικά, δείχνοντας ταυτόχρονα το φρεσκογεμισμένο με αλκοόλ ποτήρι μου.
Τι να κάνεις. Απούσας της κρατικής πρόνοιας, που ουδέποτε έσκυψε με συμπάθεια πάνω από τα προβλήματα της ευγενούς τάξης των αλκοολικών, είμαστε υποχρεωμένοι να υπομένουμε την σατανική ιδιωτική πρωτοβουλία.

0 comments

Make A Comment

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

top