Η κατάρα της μάνας (Πιάνει)

Το χέρι της τρέμει λίγο καθώς φέρνει το ποτήρι με το ουίσκι στο στόμα της.
Καθώς το βλέμμα της καρφώνεται στο παγάκι που σιγολιώνει μέσα στην κιτρινωπή Ιρλανδική λίμνη που κρατάει στα χέρια της, βρίσκω την ευκαιρία να χαζέψω λίγο καλύτερα το πρόσωπο της.
Σαραντάρα, μάλλον- σίγουρα, έτσι μου φαίνεται. Συμμετρικό πρόσωπο, ίσια μύτη, αψεγάδιαστο δέρμα, κατάμαυρα μαλλιά. Και τα μάτια της, πράσινα, μυστήρια, θολά, ίσως απ' το ουίσκι. Ίσως.
Όμορφη. Ναι, όμορφη. Σίγουρα.
"Η κατάρα της μάνας" λέει και αδειάζει το ποτήρι της με μια γουλιά.
"Πιάνει" λέω δυνατά, κοιτώντας τα μπουκάλια που κρύβουν το πρόσωπο μου από τον καθρέφτη.
"Πως είπατε;" με ρωτάει.
Μετακινούμαι σαν χέλι στο σκαμπό δίπλα της και κάνω νόημα στην μπαργούμαν να μας ξαναγεμίσει τα ποτήρια. Αυτή με κοιτάει με το ύφος "άσε ήσυχη την θλιμμένη κύρια, μίζερε κανάγια" το οποίο αγνοώ προκλητικά. Άι στο διάολο, πότε θα αλλάξει επιτέλους η βάρδια;
"Η κατάρα της μάνας..." λέω "..πιάνει."
Με κοιτάει απορημένη. Την κοιτάω και την λιγουρεύομαι. Την κοιτάω και ελπίζω. Την κοιτάω και ονειρεύομαι.
Το τρανταχτό της γέλιο με βγάζει απότομα από την ονειροπόληση, αλλά μου δίνει την ευκαιρία να καρφωθώ για λίγα δευτερόλεπτα στο 4.000 ευρώ στητό στήθος της, δίχως να με πάρει χαμπάρι. Μάλλον.
Όταν σταματάει να γελάει, με κοιτάει ίσια στα μάτια. "Εύα" λέει και απλώνει το χέρι της προς το μέρος μου.
Το χέρι μου, το βρόμικο μουσκεμένο από την μπύρα χέρι μου πρέπει τώρα να απλώσω προς το μέρος της. Το σκουπίζω με μια γρήγορη κίνηση στο παντελόνι μου και πιάνω το χέρι της. Λείο, ζεστό, ίσια λεπτά δάχτυλα που σφίγγουν απαλά αλλά δυνατά και μια αίσθηση μετάλλου στο εσωτερικό της παλάμης μου. Μμ, δαχτυλίδι, λες να 'ναι βέρα; Ποιός νοιάζεται...
"Χάρηκα" λέω, και αυτό αποτελεί συγκρατημένη περιγραφή του τι ακριβώς συμβαίνει εκείνη την στιγμή στο σώμα μου.
Με κοιτάει με το χέρι της μέσα στο δικό μου και περιμένει. Να πω το όνομα μου. Αλλά δεν θα το πω. Της σφίγγω ελαφρά το χέρι και τότε αυτή, η Εύα, το τραβάει αργά μέσα από το δικό μου.
"Λοιπόν, η κατάρα που λέγαμε; Η κατάρα; Της μάνας;" την ρωτάω.
Κάνει μια αδιάφορη χειρονομία και χαμογελάει θλιμμένα. "Δεν έχει σημασία" μου λέει.
Ναι καλά αυτό το ξέρω, σκέφτομαι. Αλλά έτσι μας τελειώνουν τα θέματα για συζήτηση. Κατάρα-ξεκατάρα πες κάτι, πες κάτι τώρα πριν χαθεί η στιγμή.
"Άσε με να μαντέψω" λέω γρήγορα. "Δεν θα ποντάρω στο ότι κατεβάζεις τα ουίσκια πιο γρήγορα και από εμένα γιατί ο 15χρονος γιος σου αυτή την ώρα ρίχνει πέτρες και μολότοφ σε κάποιο σημείο της Αθήνας που δεν γνωρίζεις - αφού το κωλόπαιδο έχει απενεργοποιήσει το location awareness του iphone του, κρίμα τα λεφτά που έχωσες. Όχι, θα αρνηθώ μετά βδελυγμίας την ευκολία του μαύρου-κόκκινου. Αργά, αλλά μεθοδικά θα στρώσω τον δρόμο μου προς το ζερό.”  Ή το πολύ-πολύ προς το 32 κόκκινο, σκέφτομαι.
Ένα γελάκι ξεφεύγει από το στόμα της. Τινάζει τα μαλλιά της προς τα πίσω με μια ελαφριά κίνηση και συνεχίζει να με κοιτάει χαμογελώντας.
Νιώθω τον λαιμό μου να έχει στεγνώσει και πίνω μια γουλιά από την μπύρα μου. Την ίδια στιγμή, η αγαπημένη μου μπαργούμαν, η Στέβη, παίρνει την θέση της πίσω από την μπάρα και αυτό σε συνδυασμό με το παράλογο ενδιαφέρον που φαίνεται να επιδεικνύει η σαραντάρα καταραμένη ή μάνα, αναπτερώνει το καταρρακωμένο εκ γενετής ηθικό μου. Μια νέα μπύρα εμφανίζεται ως δια μαγείας μπροστά μου.
"Άιντε να δούμε..." ψιθυρίζει η ξανθιά λεπτοκαμωμένη μπαργούμαν με το σπιρτόζικο βλέμμα και μου κλείνει το μάτι.
Ανάβω και τσιγάρο για να κάνω την παύση μου πιο δραματική και να κερδίσω και λίγο χρόνο, αφού φαίνεται να με παίρνει.
"Λοιπόν;" λέει ανυπόμονα η σαραντάρα.
"Λοιπόν" λέω αργά, "δεν πιστεύω επίσης ότι έχει σχέση με κάποια φίλη σου, που της έτυχε κάποια δυστυχία παρόμοια με την προηγούμενη. Δεν πιστεύω ότι έχεις τέτοιου είδους φίλες. Ή ότι έχεις καθόλου φίλες για την ακρίβεια. Ή ότι αφορά την μάνα που “καθάρισε” η 16χρονη κόρη της και ήταν πρώτο θέμα στις ειδήσεις τις τελευταίες μέρες. Δεν νομίζω ότι δίνεις δεκάρα για κάτι τέτοια."
"Ωχ" βογκάει σιγανά η μπαργούμαν που παρακολουθεί με στατιστικό ενδιαφέρον τη συζήτηση.
Η βυζαρού σαραντάρα με κοιτάει χωρίς να χαμογελάει πια. Βγάζει ένα τσιγάρο από την ταμπακιέρα της και σκύβει προς το μέρος μου να το ανάψω. Της ανάβω το τσιγάρο κρατώντας καρφωμένο το βλέμμα μου στην κορυφή του κεφαλιού της.
"Λοιπόν, τώρα που αποκαλύφθηκε ότι δεν είμαι κάποια που έχει φίλες, ή κοινωνικές ευαισθησίες, καθώς και ότι δεν είμαι ικανή να έχω αποκτήσει παιδιά στην ηλικία μου, μπορείς να μας αποκαλύψεις και κάτι που είμαι;" λέει με ειρωνικό ύφος και φυσάει τον καπνό του τσιγάρου της σε μια λεπτή τέλεια στήλη καπνού η οποία αιωρείται μπροστά της σαν να αγνοεί τους νόμους της φυσικής.
"Ωχ" ξαναλέει η μπαργούμαν και μου χώνει ένα σφηνάκι τεκίλα στο χέρι.
Πίνω το σφηνάκι με μια γρήγορη κίνηση αντάξια της κλάσης μου, κρατώντας το βλέμμα μου καρφωμένο στα καταπράσινα μάτια της εκρηκτικής σαραντάρας.
"Ξανθιά" λέω κοφτά. "Είσαι ξανθιά."
Η δήλωση μου πέφτει σαν βόμβα στο μισό-άδειο μπαρ. Λέμε τώρα. Η ξανθιά ή μελαχρινή, μάνα ή καταραμένη, σαραντάρα με τέλειο στήθος σίγουρα, με κοιτάει αποσβολωμένη.
Η μπαργούμαν μου κάνει ένα απορημένο νόημα.
"Οι ρίζες των μαλλιών της...είναι ξανθές. Χα." λέω.
"Touché. Το παραδέχομαι. Αυτό δεν σε φέρνει όμως πιο κοντά στο αγαπημένο σου 32 κόκκινο" ακούγεται η φωνή της σαραντάρας που στο μεταξύ έχει ανακτήσει την ψυχραιμία της.
"Έτσι νομίζεις. Αφού λοιπόν απέκλεισα με μαεστρία όλες τις εύκολες εξηγήσεις, τι απομένει; Το απίθανο. Το απίθανο λοιπόν, πρέπει να εξηγεί το μυστήριο της κατάρας της μάνας. Και ποιό είναι το πιο απίθανο στην περίπτωση μας; Το ότι θα κάνω σεξ σήμερα το βράδυ; Το ότι θα με κεράσουν έστω και ένα ποτό κάποτε σ' αυτό το μπαρ; Το ότι θα ξαναφυτρώσουν τα μαλλιά μου; Το ότι θα κάνω επιτέλους μπάνιο κάποια στιγμή; Όλα τα προηγούμενα μαζί;"
“Λοιπόν...δεν θα πόνταρα στο κέρασμα.” βιάζεται να σχολιάσει η μπαργούμαν.
“Ούτε στο σεξ” συμπληρώνει η σαραντάρα.
Εγώ δεν θα πόνταρα στο μπάνιο αλλά τέλος πάντων, σκέφτομαι. “Κι αν όμως, όλα αυτά, συν το γεγονός ότι είσαι ξανθιά, συνδέονται μεταξύ τους με κάποιον μυστήριο και απόκοσμο τρόπο; Ε; ”
Φυσάω τον καπνό του τσιγάρου μου με δύναμη και κοιτάω την μπαργούμαν.
“Δεν μου έχεις ξανακλείσει ποτέ το μάτι” της λέω. Η Στέβη αλλάζει ύφος στην στιγμή. Το βλέμμα της γίνεται παγωμένο σαν ρώσικο ατσάλι.
“Δεν σου έκλεισα το μάτι” λέει η Βασίλισσα του Χιονιού που φαίνεται να έχει καταλάβει αιφνιδίως το σώμα της αγαπημένης μου μπαργούμαν.
Ξαφνικά, μια απίστευτη διαύγεια, που μόνο η ικανή ποσότητα αλκοόλ ή της προκοπής ecstasy μπορεί να σου χαρίσει, με πλημμυρίζει. Και όλα μπαίνουν στην θέση τους.
“Λοιπόν” λέω. “Στέβη.”
“Ναι;”
“Να σου γνωρίσω την Έυα. Την αδερφή σου, που ζει στην Νέα Υόρκη και ήρθε στην Ελλάδα για τις γιορτές.”
“Τι πες τώρα...” ακούγεται η φωνή του Γιατρού, αξιοσέβαστου μέλους της μικρής μας κοινότητας του αλκοόλ, που έχει γλιστρήσει στο διπλανό σκαμπό δίχως να τον πάρω χαμπάρι.   
“Και αυτό το συμπέρανες από τι; Από τις ξανθές...τρίχες;” λέει η παγο-μπαργούμαν επιθετικά.
“Το λάθος σου Στέβη, το μοιραίο σου λάθος θα έλεγα αν υπήρχε κάποιος σοβαρός λόγος για να το χαρακτηρίσω ως τέτοιο, είναι ότι πιστεύεις ότι είμαι συνέχεια πολύ λιώμα για να ακούσω οτιδήποτε.“
“Και κάνω λάθος; Σιγά.”
“Όχι ακριβώς. Αλλά δεν είχες υπολογίσει ότι στην διάρκεια όλων αυτών των χρόνων που μπεκρουλιάζω στα μπαρ, ανέπτυξα μια αξιοθαύμαστη ικανότητα. Το  μυαλό μου καταγράφει αυτόματα, σε ότι κατάσταση και αν βρίσκομαι, την παραμικρή λεπτομέρεια που έχει σχέση με το γυναικείο φύλλο.”
“Το επιβεβαιώνω” λέει ο Γιατρός. “Πάντα θυμάται το όνομα της γκόμενας με την οποία έφυγα το προηγούμενο βράδυ. Εγώ σχεδόν ποτέ. “
“Ευχαριστώ Γιατρέ. Λοιπόν τι έλεγα; Α, ναι. Θυμάσαι εκείνη την φορά που  με είχε πάρει ο ύπνος πάνω στην μπάρα;”
“Ποιά από όλες;” με ειρωνεύεται η Στέβη.
“Χα χα χα χα χρρρρρ- εκείνη την φορά που ξύπνησα ακριβώς την στιγμή που έλεγες στον Γιατρό 'Η αδερφή μου, που ζει στην Νέα Υόρκη, αφού έδωσε ένα σωρό λεφτά για να φτιάξει τα βυζιά της αποφάσισε να γίνει μελαχρινή. Δεν είναι απίστευτο; Δεν έχω ιδέα τι θα αντικρίσω τώρα που θα 'ρθει για τις γιορτές.' Εκείνη την φορά από όλες.”
“Τι; Πότε έγινε αυτό; Δεν θυμάμαι Χριστό. Γιατί δεν μου είπε κανείς τίποτα;” διαμαρτύρεται έντονα ο Γιατρός.
Το γαργαριστό γέλιο της Εύας με εμποδίζει από το να διαολοστείλω τον Γιατρό με τον πρέποντα τρόπο.
“Λοιπόν αδελφούλα, τα σκάτωσες. Σε πήραν χαμπάρι. Και για να σου πω, τι  κάθεσαι και λες στον κάθε άσχετο ότι έφτιαξα τα βυζιά μου; Είσαι με τα καλά σου;”
“Συγνώμη, ήθελα να το μοιραστώ με κάποιον και ο Γιατρός από δω ήταν η πιο σίγουρη επιλογή. Ποτέ δεν θυμάται τίποτα την επόμενη μέρα. Ε, και δεν είναι και ο κάθε άσχετος.”
“Να σου πω, έχω πάρει και την Στέβη;” ψιθυρίζει ο Γιατρός στο αυτί μου.
“Αλλά και εσύ τα σκάτωσες Εύα” λέω αγνοώντας τον Γιατρό, που σε άλλη περίπτωση θα του έριχνα ένα φούσκο όλο δικό του.
¨Εγώ; Πότε;”
“Εκτός και αν διαβάζεις την σκέψη, δεν θα μπορούσες να ξέρεις το κόλλημα μου με το 32 κόκκινο – ανάθεμα την ώρα. Όσο μιλούσαμε, ποτέ δεν ανέφερα κάτι για το 32 κόκκινο - ανάθεμα την ώρα. Που σημαίνει τι; Ότι κάποιος σου είχε ήδη μιλήσει για αυτό.”
“Πω μαλάκα το μυαλό μου πάει να σπάσει. Σαν να βλέπω Ατίθασα Νιάτα.” λέει εντυπωσιασμένος ο Γιατρός. “Είναι μη ταυτόσημες δίδυμες, η Εύα και η Στέβη, έτσι δεν είναι; Αλλά κανένας δεν το ήξερε - μέχρι σήμερα που ξεσκέπασες το βρώμικο παιχνίδι τους. Πουτάνες. Για τα λεφτά τα κάνανε όλα.”
“Γιατρέ, έχεις ξεφύγει. Δεν έχω ιδέα τι λες και δεν νομίζω ότι έχει και σημασία. Άσε κάτω το σφηνάκι, θα το αναλάβω εγώ.” λέω και στουμπώνω το σφηνάκι στο στόμα μου με μια κίνηση κατ' ευθείαν από τις μέρες μου ως ταχυδακτυλουργός.
“Και η κατάρα της μάνας; “ λέει η Εύα που φαίνεται να το διασκεδάζει, σε αντίθεση με την αδερφή της που σκυλοβαριέται εμφανώς και πρέπει να φτιάξει και δύο μοχίτο για το μαλακισμένο ζευγάρι που χαμουρεύεται στην πιο απόμακρη γωνία του μπαρ.
“Η κατάρα της μάνας είναι αυτός.” λέει η Στέβη δείχνοντας με.
Ανάβω ένα τσιγάρο μέσα στην σιωπή με τα βλέμματα όλων καρφωμένα πάνω μου - η στιγμή των αποκαλύψεων φαίνεται να το απαιτεί.
“Ναι,” λέω “η κατάρα της μάνας... είμαι εγώ. Για την ακρίβεια, η κατάρα της μάνας, που έριξε η γιαγιά μου στην μάνα μου, έτσι δεν είναι Στέβη; Η αδερφή σου, βλέποντας με, δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει με όσα της είχες πει για μένα. Εγώ είμαι λοιπόν η κατάρα της μάνας. Η κατάρα, που όπως φαίνεται πιάνει. “
“Έτσι φαίνεται” λέει η Στέβη και ακουμπάει μπροστά μου ένα σφηνάκι με το καλύτερο μαλτ ουίσκι του μπαρ.
Κοιταζόμαστε στα μάτια.
Ο Γιατρός δίπλα μου έχει πλευρίσει την Εύα-με-τα- τέλεια-βυζιά και ήδη χαχανίζουν με τα ανόητα αστεία του. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω ότι ενώ το μαλακισμένο αρσενικό του μαλακισμένου ζευγαριού έχει χώσει το χέρι του κάτω από την μπλούζα του μαλακισμένου θηλυκού, τα μοχίτο τους βρίσκονται ανέγγιχτα πάνω στο τραπέζι.
Μπροστά μου, ξανθιά και με σπιρτόζικο βλέμμα στέκεται η αγαπημένη μου, καταραμένη κι αυτή, μπαργούμαν.
Σηκώνω το σφηνάκι στην υγειά της.
Το πίνω προς τιμήν της.
Αααααααα.
 

Read More...

1 comments
top