Αποτοξίνωση

Κοιτάζω την φάτσα μου στον καθρέφτη και αμέσως καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά.
"Γάμησέ με" λέω και σβήνω το τσιγάρο μου στον νιπτήρα. Διασχίζω την απόσταση μέχρι το παράθυρο του δωματίου με δυσκολία. Βουνά ρούχων και άδειων δοχείων φύλαξης αλκοόλ μπαίνουν στον δρόμο μου. Τραβάω με δύναμη τον ιμάντα που ανοίγει τα σκούρα του παραθύρου. Το εκτυφλωτικό φως του ήλιου μπαίνει στο δωμάτιο συνοδευόμενο από τον εκκωφαντικό θόρυβο του μισό-διαλυμένου μηχανισμού.
"Γάμησέ με." Στο απέναντι μπαλκόνι - τόσο κοντά στο δικό μου που σχεδόν μπορώ να το αγγίξω - μια άγνωστη γκόμενα με μαύρα γυαλιά λιάζεται κάτω από τον καταγάλανο ουρανό.
Ο ανατριχιαστικός ήχος την κάνει να αναπηδήσει τρομαγμένη από την πλαστική καρέκλα που κάθεται, μόνο για να αντικρίσει την μούρη μου σε απόσταση αναπνοής. Όχι ότι καλύτερο μπορεί να σου συμβεί σ' αυτήν την ζωή.
"Εγγονή της κυρα Βασιλικής είσαι;" ρωτάω μετά από μια στιγμή αμηχανίας.
"Ποιά είναι αυτή; Α, εννοείς την γιαγιά που έμενε εδώ πριν από μένα; Όχι, πάει  η γιαγιά, πέθανε. Πάνε δυό μήνες τώρα. Εγώ έχω κανά μήνα που μετακόμισα εδώ."
Γάμησέ με, πάνε οι τράκες από την γριά που της θύμιζα τον άντρα της.
"Μαλακία. Ε, για την γιαγιά εννοώ."
Τι διάολο, πότε συνέβησαν όλα αυτά και δεν πήρα χαμπάρι;
"Πρώτη φορά σε βλέπω πάντως. Έλειπες;" λέει ξαπλώνοντας ξανά πίσω στην καρέκλα.
"Ε, όχι, που να πάω; Θα έχουμε διαφορετικά ωράρια φαίνεται. Που δουλεύεις; " Κάτι η απροσδιόριστη προφορά της, κάτι το καλλίγραμμο σώμα της, κάτι το υποτιμητικό ύφος με το οποίο με κοιτάζει, αρχίζω να ψήνομαι τρελά ότι η γειτόνισά μου είναι μπαργούμαν.
"Που δουλεύω; Εδώ, στο σπίτι."
"Α, μάλιστα, τέλεια. Βολικό."
Αμυδρές ηχητικές αναμνήσεις από ιδρωμένα βογκητά που μου διακόπτουν τον ύπνο, αναδύονται από την μνήμη μου. Τρομαγμένος, τις ξανα-στέλνω βιαστικά στον πάτο του μνημονικού μου πηγαδιού. Οκ μνήμη, ευχαριστώ πολύ, το 'πιασα το νόημα.
Ρίχνω μια ματιά στον πεντακάθαρο γαλάζιο ουρανό. Ανάμεσα στα κορναρίσματα και τον θόρυβο των βενζινοκινητήρων, νομίζω πως μπορώ να διακρίνω κελαηδήματα πουλιών.
"Ήρθε η άνοιξη;" ρωτάω.
"Έτσι φαίνεται. Άλλωστε, Μάρτης πια." απαντάει νωχελικά.
"Μάρτης; Πόσο; Πόσο του μήνα έχουμε;"
"Μμμμ, δεκατέσσερις νομίζω, όχι, ναι, σίγουρα δεκατέσσερις. "
"Γάμησέ με, τώρα" λέω δυνατά, με την απελπισία να χρωματίζει την φωνή μου και γυρίζω να μπω στο δωμάτιο.
"6775-775-775. Μετά τις 9 το βράδυ. Ειδικές τιμές για γείτονες. " ακούω την βαριεστημένη φωνή της από πίσω μου.
Λοιπόν, χαίρομαι που η γειτονιά σημαίνει ακόμα κάτι για μερικούς ανθρώπους.
Μπαίνω στο δωμάτιο και αρχίζω να ψάχνω φρενιασμένα το τηλέφωνο του Γιατρού μέσα στο χάος.
Κάθε χρόνο, εδώ και πολλά χρόνια, μόλις μπει η άνοιξη και αρχίζω να οραματίζομαι καλοκαιρινά μπεκρουλιάσματα σε απόμακρες παραλίες που ποτέ δεν πραγματοποιούνται, κάτι μυστήριο συμβαίνει. Ξαφνικά και χωρίς καμία προειδοποίηση, ο Φόβος αποκτά ανοσία απέναντι στις περίπλοκες τεχνικές καταπολέμησης του, που με την πάροδο του χρόνου έχω αναπτύξει.
Απίθανοι συνδυασμοί αλκοόλ και ναρκωτικών σε μεγάλες ποσότητες, που στο παρελθόν με έχουν οδηγήσει, όχι μία αλλά δύο φορές, στην πλατφόρμα του bungee jumping με μακάριο χαμόγελο, δεν έχουν καμία επίδραση πάνω του.
Αυτός, παραμένει εκεί, αμίλητος, ανέκφραστος, απειλητικός - τι θέλεις επιτέλους ρε;
Μια φορά τον χρόνο. Μια βδομάδα ακριβώς πριν την εαρινή ισημερία, εξαναγκάζω τον εαυτό μου σε επτά συνεχόμενες μέρες χωρίς αλκοόλ, μπάφους και χάπια. Και γενικές εξετάσεις.
Βρίσκω το χαρτί με το τηλέφωνο του Γιατρού κάτω από το κουτσό πόδι της μοναδικής καρέκλας που διαθέτω.
Πηγαίνω στο τηλέφωνο και σηκώνω το ακουστικό διστακτικά. Χα, δεν είναι κομμένο. Σχηματίζω το νούμερο του Γιατρού στο καντράν της  αρχαϊκής τηλεφωνικής συσκευής.
“Καλώστονα. Ακόμα σπίτι είσαι ρεμάλι; Σε μισή ώρα έχεις ραντεβού στο νοσοκομείο. Ξεκίνα. Σ' αφήνω τώρα, έχω δουλειά.” λέει ο Γιατρός από την άλλη άκρη της γραμμής πριν προλάβω να πω κουβέντα. Μα πως στο διάολο το κάνει ο πούστης;
“Περίμενε, περίμενε, που πρέπει να πάω;”
“Εκεί που πήγες και πέρυσι. Θυμάσαι ή θέλεις και οδηγίες;”
“Θυμάμαι,νομίζω. Να σου πω, τι δουλειά έχεις; Νόμιζα ότι σε είχαν ακόμα σε καραντίνα.”
“Με έχουν οι πούστηδες, γάμησέ τους. Όλη μέρα κάθομαι σε ένα γραφείο και ξύνω τ' αρχίδια μου. Έχει έρθει όμως μια καινούρια νοσοκόμα, φοβερή γκόμενα, και η χειρουργική αίθουσα 1 θα είναι άδεια για τις επόμενες δύο ώρες. Οπότε βιάζομαι, γιατί αλλιώς θα πρέπει να την πηδήξω στο νεκροτομείο και τώρα τελευταία έχω αρχίσει και φρικάρω εκεί μέσα.”
“Α, εντάξει. Γιατρέ;”
“Έλα, με γάμησες, φέρε τις εξετάσεις αύριο το βράδυ στο μπαρ να τις δούμε, εντάξει;”
“Ναι οκ, απλώς ήθελα να σου πω, ότι, ξέρεις, αν χρειαζόταν ποτέ να κάνω εγχείρηση, μόνο σε σένα θα ερχόμουν. Ακόμα και στο σπίτι σου θα καθόμουν να με ανοίξεις. Και όχι απλώς δεν θα με πείραζε, για την ακρίβεια θα απαιτούσα να έχεις πιεί δυο ποτά πριν ξεκινήσεις. Οπότε...γάμησέ τους τους μαλάκες. Δεν ξέρουν την τύφλα τους.”
“Ναι, εντάξει, εντάξει μην σε πάρουν και τα ζουμιά τώρα. Εντάξει είσαι, τίποτα δεν έχεις. Άντε, γαμήσου τώρα. Τα λέμε.”
Ξαναβάζω το χαρτάκι με το τηλέφωνο του Γιατρού κάτω από το πόδι της καρέκλας και από πάνω του προσθέτω ένα καινούριο χαρτάκι με το τηλέφωνο της γειτόνισσας.
Δυο ώρες αργότερα κάθομαι σε ένα παγκάκι στο πάρκο κάτω από το νοσοκομείο, ζαλισμένος από την έλλειψη αλκοόλ και καφεΐνης. Ο όγκος του τρισάθλιου γαμηστρώνα πολυτελείας, που κάποτε απέναντι του στάθμευε η καντίνα με το καλύτερο βρώμικο της Αθήνας, γεμίζει το οπτικό μου πεδίο, κρύβοντας τον ανοιξιάτικο ήλιο. Πάλι καλά.
Εικόνες από βελόνες και καλώδια και απειλητικά μηχανήματα και τσαχπίνες γκόμενες που φοράνε μόνο άσπρες ποδιές και τίποτα από κάτω και ξανά τσαχπίνες γκόμενες που φοράνε μόνο άσπρες ποδιές και τίποτα από κάτω, περνάνε με αστραπιαία ταχύτητα μπροστά από τα μάτια μου. Οκ μνήμη, μας γάμησες τα πρέκια σήμερα, χαλάρωσε.
Κοιτάζω το ρολόι μου, όπως ξέρω ότι θα κάνω χιλιάδες φορές μέσα στις επόμενες μέρες. Έχουν περάσει μόλις 3 ώρες από την στιγμή που άνοιξα τα μάτια μου, ανάθεμα την ώρα, αλλά η πραγματικότητα με χτυπάει σκληρά.
Η ζωή είναι αφόρητη χωρίς αλκοόλ.
Και το μπαρ είναι μόλις 5 λεπτά μακριά.



Read More...

0 comments
top