400.000 στρέμματα

400.000 στρέμματα πράσινου στάχτη σε 40 μέρες” λέει ο τίτλος της εφημερίδας.

“Τι λες ρε πούστη μου είχαμε τόσο πολύ πράσινο στην Ελλάδα;” λέει ο ξερακιανός, αξύριστος, βρομιάρης τύπος – γνωστός και ως !Βάλτος στην γειτονιά- που φοράει φανελάκι wife-beater και ρουφάει την μπύρα του από ένα τενεκεδένιο κουτάκι.

Το αλλήθωρο βλέμμα του κάνει μια γυροβολιά στην τσιμεντο-χλωρίδα που απλώνεται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι και καρφώνεται στο άδειο πια κουτάκι.

Στην Κυψέλη 400.000 στρέμματα πράσινου είναι τόσο αδιανόητο νούμερο όσο και το ένα δισεκατομμύριο λίτρα μπύρας.

“Σταύρο, να τσιμπήσω άλλη μια;”

“Φύγε ρε !Βάλτε. Αύριο πάλι” απαντάει ο Σταύρος, ο περιπτεράς-γκουρού της γειτονιάς που διαθέτει και το ανάλογο μουσάκι.

Ο !Βάλτος κουνάει το δείκτη του προς το μέρος του Σταύρου.

“Είπες το όνομα μου σωστά” λέει “Τσιγαράκι;” απευθύνεται σε μένα.

“Το 'κοψα.” του απαντάω κοφτά.

“400.000 στρέμματα πράσινου. Τι λένε οι μαλάκες. Ούτε 400.000 στρέμματα ουρανού δεν υπάρχουν. Κι αυτός ο μαλάκας έκοψε το τσιγάρο” μονολογεί καθώς απομακρύνεται μέσα στα τσιμεντο-σοκάκια της Κυψέλης με την σαγιονάρα του να χτυπάει ρυθμικά την άσφαλτο.

“Δε μου λες ρε Σταύρο, αυτός εδώ ο χτικιάρης με την πιστόλα ποιος είναι;” ρωτάω καθώς ξεφυλλίζω βαριεστημένα την εφημερίδα.

“Α, ο Γιακουμάτος – μεγάλη κουφάλα.”

“Και τι είναι αυτός ρε φίλε, κομμουνιστής είναι;”

“Όχι ρε μαλάκα” μου απαντάει γελώντας. “Της Ν.Δ, βουλευτής”

“Όχι, επειδή είχε την πιστόλα έτοιμος για επανάσταση, για αυτό μπερδεύτηκα. Και δε μου λες, αυτός που είναι δίπλα του, αυτός ρε, που είναι σαν τραγουδιάρης σε σκυλάδικο στην Εθνική, κι αυτός βουλευτής είναι;”

“Όχι ρε, αυτός είναι ο Ψωμιάδης. Νομάρχης Θεσσαλονίκης. ”

“Θεσσαλονίκης, ε; Πάλι καλά. Μεγάλη κουφάλα κι αυτός;” ρωτάω.

“Η μεγαλύτερη” μου απαντάει με συνωμοτικό ύφος.

“Α, μάλιστα, από κουφάλες δηλαδή, να μην ανησυχούμε, είναι καλυμμένη όλη η επικράτεια.”

“Επαρκώς” με καθησυχάζει.

“Δηλαδή τώρα, δεν μπορώ να καταλάβω ρε Σταύρο. Πως βγήκε αυτός ο χλεμπονιάρης βουλευτής;” αναρωτιέμαι.

“Να σε ρωτήσω κάτι αγόρι μου. Εσύ ψηφίζεις;”

“Έλα ρε, μόνο οι μαλάκες ψηφίζουν.”

“Ακριβώς.”

Τα 400.000 στρέμματα, ο !Βάλτος, ο Γιακουμάτος, ο Ψωμιάδης-είναι πολύ πρωί για να αντέξω. Ο κόσμος γύρω μου σκοτεινιάζει σαν κάποιος από τον 9ο όροφο να κατέβασε την τέντα του. Αλλά τέτοια ώρα αποκλείεται.

“Βγήκε το νέφος. Πρωινό πρωινό σήμερα.” λέει ο Σταύρος.

¨Το νέφος είναι; Α, σιχτίρ και ανησύχησα. Νόμιζα ότι κάτι έπαθα. “

“Δεν θα συνηθίσεις ποτέ στην Κυψέλη. Γιατί δεν γυρνάς καλύτερα στο χωριό σου στα Κάτω Πατήσια;”

Τον κοιτάω με το πιο κενό βλέμμα που διαθέτω.

“Πιάσε ένα με καρκίνο”

“Αγόρι μου μη λυγίζεις. Πάλι θα αρχίσεις το ρημάδι το τσιγάρο;”

“Και 6 μπύρες.”

“Και το ποτό; Τι παίχτηκε;”

“Τώρα που το σκέφτομαι, πάρε και την άκρη σου στο τηλέφωνο να μου φέρει και λίγο φούντα. Στο ημιυπόγειο πέστου. Ξέρει.”

“Ξέρει,ξέρει. Δε σε βλέπω να ζεις πολλά χρόνια με όλες αυτές τις μαλακίες που κάνεις φίλε.”

Χαμογελάω.

“Γράψτα, ε;”

“Πάντα”

Περπατάω προς το σπίτι μου με την πλαστική σακούλα να κρέμεται από το χέρι μου κάτω από τον ατσαλένιο ουρανό της Κυψέλης.

Δεν ξέρω αν θα ζήσω πολλά χρόνια, αλλά σίγουρα θα μου φανούν αιώνες.


Read More...

1 comments

ΣΤΑΧΤΗ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ



Κοιτάω την στάχτη που κάποτε ήταν το ελατοδάσος της Πάρνηθας (ή πιθανόν κάποιο ελάφι) να κολυμπάει στην φρεσκοπαραγγελμένη μπύρα μου και βλαστημάω τον εαυτό μου.

Ποτέ μα ποτέ μην κάθεσαι έξω στα μπαρ. Κυρίως το καλοκαίρι.

Η μόνη αξιόλογη θέση είναι στην μπάρα – ψηλή καρέκλα - άμεση πρόσβαση – αυξημένη πιθανότητα κεράσματος.

“Θα την πιεις;”

Α, επίσης αποφεύγεις και τον Βάλτο ( ή κάποιον σαν τον Βάλτο) τον τοπικό χρεοκοπημένο αλκοολικό.

“Θα πιω όση θα πιω και την υπόλοιπη θα την αλείψω στο πρόσωπο για τις ρυτίδες. Φύγε.”

Προστατεύω την μπύρα με το δεξί χέρι σαν επιδέξιος μπασκετμπολίστας που κατεβάζει την μπαλλα κάτω από ασφυκτικό πρέσινγκ. Διοχετεύω όσο περισσότερο μίσος μπορώ στο βλέμμα μου.

Φεύγει.

Ξανακοιτάω την μπύρα. Η χλωρίδα και η πανίδα της Πάρνηθας έχει αυξηθεί μέσα στην πλούσια σε λυκίσκο σούπα που έχει καταντήσει η μπύρα μου. Η ιστορία της εμφάνισης της ζωής στην γη ξετυλίγεται μπροστά στο κενό μου βλέμμα.

Δεν εντυπωσιάζομαι.

Αναρωτιέμαι αν το βουνό τα έχει μαζί μου ή γενικότερα με οποιονδήποτε κάτοικο αυτής της άθλιας πόλης.

Αν ο περιπτεράς της γειτονιάς μου με μισεί ή αν κατά λάθος μου δίνει πάντα λιγότερα ρέστα.

Ένα πυροσβεστικό περνάει με τα χίλια από μπροστά ενώ η σειρήνα του ουρλιάζει σαν να με περιπαίζει για την αδυναμία μου να ρουφήξω την μπύρα.

“Τι τρέχεις, αφού δεν θα προλάβεις,..” ψιθυρίζει ο Βάλτος που έχει τοποθετηθεί στρατηγικά πίσω από την πλάτη μου.

Τον κοιτάω.

Σκουπίζει με τον δείκτη του ένα πλούσιο σε αλκοόλ δάκρυ.

Γλύφει με μανία το δάκτυλο του.

Σαν να τελώ νεκροφαγική τελετή στον ποταμό Γάγγη προς τιμή του Σίβα, αρπάζω την μπύρα και με μοναδική δεξιοτεχνία την αδειάζω με μια γουλιά.

Το βουνό ζει πια μέσα μου.

Read More...

1 comments
top