Το σαλιγκάρι

Το σαλιγκάρι περνάει αργά αργά από μπροστά μου. Η ύπαρξη του αποτελεί ένα θαύμα. Μια απάντηση της φύσης στον χρόνο. Μια θεμελιώδης αντίφαση στην ίδια την ροή του χρόνου – μια αμφισβήτηση αν υπάρχει καθόλου χρόνος. Ή αν είναι δημιούργημα του άρρωστου μυαλού μας.
Κοιτάω προς τα αριστερά μου, ο δρόμος τελειώνει κάπου που δεν μπορώ να δω. Ο ήλιος είναι χαμηλά - όπου να ΄ναι θα δύσει. Το σαλιγκάρι θα μαζευτεί και θα συνεχίσει το ταξίδι του για το επόμενο εκατοστό την επόμενη μέρα του καλοκάγαθου θεού.
Αγγίζω το ιδρωμένο μου μέτωπο και ανασηκώνω λίγο το καπέλο μου. Που στην ευχή το βρήκα το καπέλο; Οπου και αν το βρήκα μου ‘ρθε χρήσιμο.
Ο λαιμός μου είναι στεγνός. Κοιτάω προς τα δεξιά του δρόμου, νομίζω ότι μπορώ να δω την είσοδο ενός μπαρ. Ή είναι αντικατοπτρισμός. Μια τεκίλα φαντάζει η καλύτερη επιλογή. Μετά από μια μπύρα. Τουλάχιστον όλα είναι ξεκάθαρα στο μυαλό μου. Η εποχή που βασανιζόμουν από αγωνιώδη διλήμματα έχει περάσει οριστικά. Κουνάω το κεφάλι μου ικανοποιημένος.
Αρπάζω την τσάντα μου και αρχίζω να προχωράω. Σταματάω γυρίζω και ρίχνω μια τελευταία ματιά στο σαλιγκάρι.
Νιώθω λίγο άσχημα που θα το αποχωριστώ.
Αντίο φίλε, κάναμε πολύ δρόμο μαζί, είδαμε άγριες χειμωνιάτικες θύελλες και γλυκά ανοιξιάτικα πρωινά, λιώσαμε κάτω από την καλοκαιρινή μεσημεριάτικη ζέστη που πυρακτώνει την άσφαλτο, φάγαμε μαζί από τα ξερά φύλλα που σκέπασαν τον τόπο το φθινόπωρο, κοιμηθήκαμε κάτω από τα άστρα που γεμίζουν τον ουρανό τις νύχτες χωρίς σύννεφα. Άραγε είναι πάντα εκεί; Άραγε είναι κανένας μας πάντα κάπου;
Αναστενάζω. Αρχίζω να προχωράω. Ο τόπος περνάει από δίπλα μου με ιλιγγιώδη βραδύτητα. Κάποια στιγμή που δεν μπορεί να προσδιοριστεί πλήρως διότι είναι συνάρτηση της ταχύτητας, και ως γνωστόν δεν μπορούμε να γνωρίζουμε και την θέση και την ταχύτητα ταυτόχρονα σύμφωνα με τον Χάιζενμπεργκ, φτάνω στο μπαρ που έχει μια πλήρως καθορισμένη θέση μέσα στο σύμπαν.
Αυτό είναι καλό, γιατί θέλω να ξέρω ακριβώς που βρίσκομαι όταν πίνω. Έχει ουσιώδη σημασία από τότε που ξύπνησα μούτσος σε ένα πλοίο στον Ειρηνικό και με πείσανε ότι εκεί βρισκόμουν και το προηγούμενο βράδυ.
Στέκομαι έξω από την είσοδο του μπαρ. Χρησιμοποιώ το καπέλο μου για να ξεσκονίσω τα σκονισμένα μου ρούχα.
Θα ανοίξω την πόρτα.
Μπαίνω μέσα και μου κόβεται η ανάσα. Τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την ομορφιά ενός μπαρ που φωτίζεται από το τελευταίο γλυκό φως της ημέρας. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου αλλά η εικόνα παραμένει η ίδια. Μια γλυκιά αγαλλίαση πλημμυρίζει την καρδιά μου. Κοιτάζω προς το μέρος της μπάρας και τότε το βλέπω.
Μια πανέμορφη ξανθιά, ψηλή με τέλειο κορμί και εκρηκτικές καμπύλες χαμογελάει προς το μέρος μου. Κοιτάω γύρω μου για να σιγουρευτώ – είμαι ο μοναδικός άλλος άνθρωπος στο μπαρ. Κάνω μεταβολή και βγαίνω γρήγορα από το μπαρ.
Στον δρόμο βλαστημάω την τύχη μου - σιχαίνομαι τα μπαρ με τις όμορφες γκαρσόνες. Δεν υπάρχει τίποτα πιο εκνευριστικό από τον όμορφο κώλο μιας πανέμορφης γκαρσόνας να σε αποσπάει από το ποτό σου. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο, σ’ αυτόν άθλιο μικρό πλανήτη στην ξεχασμένη γωνία αυτού του βρώμικου γαλαξία, από το να μην καλυτερεύουν τα πράγματα με το ποτό. Δεν υπάρχει επιτέλους ένα μπαρ με άσχημες χοντρές γκαρσόνες σ’ αυτόν τον βρωμο – τόπο;
Δεν απογοητεύομαι. Έχω κάνει πολύ δρόμο για να τα παρατήσω με την πρώτη κακοτοπιά. Συνεχίζω το περπάτημα μου.
Περνάω έξω από αυλές σπιτιών με κήπους γεμάτους τριανταφυλλιές και εκείνα τα μοβ λουλούδια που δεν μπορώ ποτέ να θυμηθώ - και λεμονιές. Μεγάλες, ψηλές, γεμάτες από καρπούς λεμονιές.
Στα μπροστινά σκαλιά ενός σπιτιού κάθεται μια γυναίκα. Απολαμβάνει τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Η ποδιά της είναι γεμάτη με φασολάκια που τα καθαρίζει και τα ρίχνει σε μια λεκάνη δίπλα της.
Κοντοστέκομαι μια στιγμή. Αν ήμουνα ζωγράφος θα ζωγράφιζα αυτήν εδώ την σκηνή, αν ήμουνα συγγραφέας θα έγραφα μια μικρή ιστορία που θα συγκλόνιζε, αν…
Το μόνο όμως που ξέρω να κάνω καλά είναι να φεύγω. Και να πίνω. Γι αυτό φεύγω προσπαθώντας να το κάνω με το καλύτερο τρόπο που γνωρίζω, με τις κινήσεις εκείνες του κορμιού που φωνάζουν ΦΕΥΓΩ, με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο με τον οποίο έχει φύγει ποτέ άνθρωπος από οπουδήποτε σ’ αυτόν τόπο.
Και όλα αυτά για εκείνη.
Αγγίζω για μια στιγμή το καπέλο μου - ένα μυστικό σήμα ανάμεσα μας καθώς απομακρύνομαι με τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου να χαϊδεύουν την πλάτη μου.
Που στην ευχή το βρήκα το καπέλο; Οπου και αν το βρήκα μου ‘ρθε χρήσιμο.
Περπατώ με αποφασιστικότητα προς το σκοτάδι. Μπροστά μου ο ουρανός χάσκει μαύρος - ένα τεράστιο ανοιχτό στόμα που σύντομα θα καταβροχθίσει το μοβ από πάνω μου και το πορτοκαλί πίσω μου.
Το σκοτάδι είναι φίλος μου. Δεν φοβάμαι. Δείχνω πιο όμορφος το βράδυ. Το χρειάζομαι να δείχνω πιο όμορφος.
Θα κάτσω σε εκείνη την γωνία να καπνίσω ένα τσιγάρο. Θα κοιτάξω και την Αφροδίτη που ανατέλλει στον ουρανό. Ίσως και να ουρλιάξω προς την μεριά του φεγγαριού.Ισως και οχι.
Ακουμπάω το καπέλο δίπλα μου. Και η ερημική γωνιά γίνεται πολυσύχναστη.
Κάθε λογής άνθρωποι περνούν από μπροστά μου. Όμορφοι, άσχημοι, ψηλοί, χοντροί, με πλακουτσωτές φάτσες, με μακρόστενες φάτσες, με μικρά δάχτυλα, με μεγάλα αυτιά, με στρογγυλές μύτες - και όλοι τους αφήνουν από κάτι μες το καπέλο μου.
Τσεπώνω τα χρήματα, μια οδοντόβουρτσα από ξενοδοχείο, - οδοντόπαστα; φχαριστώ - ξεφορτώνομαι τα κλειδιά, με εκνευρίζουν τα κλειδιά εξάλλου η μόνη χρησιμότητα που έχουν είναι να τα ξεχνάς κάπου, μια φωτογραφία μιας γυναίκας με ξυσμένο το πρόσωπο την ακουμπάω μπροστά στο καπέλο μου για να προσθέσω λίγο μελό στην κατάσταση μου. Ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς με τόνο το πετάω - μισώ τον τόνο, εξαιτίας του ψαρέματος του εξολοθρεύονται τα δελφίνια, μια μαργαρίτα θα την κρατήσω στο χέρι μου μέχρι να μαραθεί και μετά θα την βάλω στην τσέπη μου κι ας είναι κακό Κουν - Φενγκ, καθησυχάζω το στομάχι μου με μια σοκολάτα, να πίναμε και κάτι - ωπ, ένα κουτάκι μπύρα διαγράφει μια αργή τροχιά, σαν να 'χει σταματήσει ο χρόνος, από το χέρι του ψηλού μακρομουτσουνου καράφλα περαστικού που για μια στιγμή με κοιτάει με έντονο τρόπο και προσγειώνεται με απαλό τρόπο σαν να 'ναι φτερό μέσα στο καπέλο μου.
Είναι βράδυ και έχω μια μπύρα στο χέρι μου. Στο απέναντι σπίτι ένα φως ανάβει. Η εξώπορτα είναι ανοιχτή, μπορώ να δω μια γυναικεία σιλουέτα να κινείται μέσα. Μια μαύρη γάτα με άσπρα ποδιά με πλησιάζει και κάθεται δίπλα μου κοιτώντας προς την ίδια κατεύθυνση.
-Περαστικός;
-Υπάρχει και άλλο είδος;
-Αυτήν την φέτα ζαμπόν θα την φας;
-Δε το βλέπω πιθανό. Τσίμπα την.
-Φχαριστώ. Το αφεντικό λείπει ταξίδι αν ενδιαφέρεσαι, λεει δείχνοντας με την ουρά προς την πλευρά του σπιτιού σταματώντας για μια στιγμή το μασούλισμα.
-Κι αυτό δεν το βλέπω πιθανό, αλλά φχαριστώ έτσι κι αλλιώς.
-Είναι καλό να ξέρεις ποτέ λείπει το αφεντικό από το σπίτι. Σήμερα θα κοιμηθώ σε μαλακό κρεβάτι. Και θα πιω φρέσκο γάλα. Και θα μου χαϊδέψουν την κοιλιά.
-Ένα χαΐδεμα στην κοιλιά είναι σαφώς ένα από τα πέντε πιο σημαντικά πράγματα αυτού του κόσμου.
-Θα σε ρωτούσα ποια είναι τα άλλα τέσσερα αλλά νύσταξα με την κουβέντα. Λεω να παω να την πέσω.
-Ένα πράσινο βλέμμα που σε κοιτάει ίσια στα μάτια, το λεμόνι στην τεκιλα, τα σωστά ρέστα και τα δυνατά πόδια.
-Ε, ξέρω τι εννοείς χα,χα...Καληνύχτα..
-Καληνύχτα...
Η γλώσσα μου. Κουράστηκε.
Χρησιμα - αχρηστα πραγματα ξεχειλιζουν απο το χρησιμο καπελο μου.
Ενα ψαλιδι - χρησιμο. Θα κοψω φρεσκο πρασινο χορταρι που πλημυριζει τον τοπο, θα φτιαξω στρωμα. Θα κοιμηθω και σημερα.

Read More...

1 comments
top