Γκλινκ - γκλινκ και αντίο

Γκλινκ γκλινκ, κάνουν τα παγάκια χτυπώντας στα πλαϊνά του ψευτο-κρυστάλλινου ποτηριού και με βγάζουν από το χάσιμο. Πως διάολο βρέθηκα με το ουίσκι στο χέρι, αναρωτιέμαι. Κοιτάω με ερωτηματικό ύφος την γκαρσόνα που ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους της.
Γκλινκ γκλινκ σαν τα καμπανάκια του Αη Βασίλη. Αν πιστεύεις στον Αη Βασίλη. Γκλινκ γκλινκ μας ζάλισες, σκέφτομαι και αδειάζω το ουίσκι στην στοματο-καταβόθρα. Ορίστε πάει.
Κάνω νόημα στην γκαρσόνα να μου βάλει μια μπύρα αλλά δεν κουνιέται από την θέση της. Της ξανακάνω νόημα πιο έντονα αυτή την φορά. Τινάζει τα ξανθιά της μαλλιά, σηκώνει βαριεστημένα το λεπτό της χέρι και κάνει την χαρακτηριστική κίνηση που υποδήλωνει το χρήμα - για την ακρίβεια στην περίπτωση μας, την έλλειψη αυτού- τρίβωντας τον αντίχειρά της πάνω στον δείκτη και τον μέσο της.
"Τι;" ρωτάω και αντιμετωπίζω το ειρωνικό της χαμόγελο. "Τι;" την ξαναρωτάω "Έψαξες τις τσέπες μου;"
"Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να σε αγγίξω ποτέ ξανά" μου απαντάει συγχυσμένη.
"Βάλε μου μια μπύρα και δεν πρόκειται να μάθει ποτέ κανείς τι έγινε εκείνο το βράδυ " λέω με συνωμοτικό ύφος σκύβοντας προς το μέρος της.
"Σιγά που θυμάσαι. Τίποτα δεν θυμάσαι. Λιώμα ήσουν. Εξάλλου ποιός θα σε πιστέψει;"
Μένω σιωπηλός και την κοιτάω επίμονα μέσα από τον καπνό του τσιγάρου μου. Μπλοφάρω τρελλά. Αλλά αυτή δεν το ξέρει. Και δεν αντέχει να το ρισκάρει,
Αργά, χωρίς να κουνηθεί από την θέση της, πιάνει το μπουκάλι του ουίσκι.
"Μπύρα είπα" της υπενθυμίζω δοκιμάζοντας την τύχη μου.
Με αγνοεί και βάζει μια γενναία δόση στο ποτήρι. Προσθέτει και δύο παγάκια. Γκλινκ γκλινκ... Απλώνει το ποτήρι με το ουίσκι προς το μέρος μου και τελευταία στιγμή το τραβάει πίσω αφήνοντας το χέρι μου μετέωρο στον αέρα.
"Το ξέρω " μου λέει κοιτώντας με στα μάτια " ότι το ουίσκι και ο ήχος που κάνουν τα παγάκια όταν χτυπάνε στο ποτήρι σε κάνει να 'χάνεσαι'. Το ξέρω ότι το ξέρεις και εσύ. Το ξέρω ότι κάθε φορά που βγαίνεις από το χάσιμο, ένα μικρό κομμάτι της μνήμης σου έχει εξαφανιστεί για πάντα. Και ξέρω ότι το ξέρεις και εσύ. Για αυτό σου δίνω ουίσκι, αντί για την μπύρα που κάθε φορά ζητάς. Αλλά το ξέρεις αυτό. Και ξέρω, ότι παρόλο που το ξέρεις, θα το πάρεις και θα το πιείς."
Τείνει το ποτήρι προς το μέρος μου και εγώ το παίρνω χωρίς δισταγμό.
"Σ' αγαπώ, αλλά δεν θυμάμαι γιατί." της λέω κρατώντας το ποτήρι στα χέρια μου.
"Το ξέρω, όπως ξέρω και ότι σε λίγο δεν θα θυμάσαι ούτε αυτό. Αλλά και αυτό το ξέρεις."
Πίνω μια γουλιά και η ζεστασιά του αλκοόλ με πλημμυρίζει.
Γκλινκ γκλινκ...

Read More...

0 comments

Το Ζεν και η τέχνη της κατασκευής μολότωφ

"Οι άνθρωποι είναι βάνδαλοι, δεν έχουν ιερό και όσιο. Πήγαν να κάψουν την Εθνική Βιβλιοθήκη. Καταλαβαίνεις, την Εθνική Βιβλιοθήκη!" λέει ο τύπος που κάθεται στο διπλανό σκαμπό. Φανερά δυσαρεστημένος, πίνει μια μεγάλη γουλιά από το μοχίτο του.
Του ρίχνω μια ματιά. Φοράει πολιτικό γκρι παντελόνι, άσπρο πουκάμισο και μπλε σακάκι. Όλα αγορασμένα από κάποιο φτηνο-μάγαζο της Ομόνοιας, από αυτά που ο πωλητής περιμένει έξω από το μαγαζί να σε αρπάξει από το χέρι. Η δεξιά τσέπη του σακακιού του είναι φουσκωμένη, σίγουρα από την κουβαριασμένη δήθεν μεταξωτή γραβάτα του. Ψηλόλιγνος με κοντό μαλλί, ξύρισμα που φωνάζει ξυριστική μηχανή από μακριά, - υποθέτω μέσα στο αμάξι το πρωί, όταν είναι ακινητοποιημένος στην κίνηση κάποιου Αθηναϊκού δρόμου - ηλικία τριάντα-φεύγα.
Ο φίλος του, ίδια κοψιά στο πιο κοντό του, κουνάει το κεφάλι του αγανακτισμένος. Το έμπειρο μάτι μου δεν τους κόβει για πολύ μαλάκες. Πιο πολύ για κακομοίρηδες. Όπως όλοι μας.
"Στ' αρχίδια μας" λέω αρκετά δυνατά ώστε να με ακούσουνε. Κοιτάω ευθεία στο μπαρ και ανάβω τσιγάρο.
Τσιμπάνε αμέσως. Τέλεια.
"Μα πως είναι δυνατόν να λες κάτι τέτοιο φίλε; Αυτά τα κτίρια είναι η κληρονομιά μας, η πολιτιστική μας κληρονομιά και ανήκουν σε όλους μας. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να τα καταστρέψει. Αυτά τα κάνανε μόνο οι Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν." λέει ο ψηλός, αρκετά ευγενικά, οφείλω να παραδεχτώ, πάρα την προφανή προκλητικότητα της δήλωση μου.
Γυρνάω προς το μέρος του.
"Θέτεις ουσιαστικά ερωτήματα συνάδελφε." του λέω "Και όχι παράλογα. Όμως θα πρέπει να επιμείνω στην αρχική μου δήλωση. Για την ακρίβεια, θα προχωρήσω λίγο παραπέρα ακόμα και θα σου πω ότι στ' αρχίδια μου αν καεί και η ίδια Ακρόπολη. Το μουσείο πολιτισμού, το μαντείο των Δελφών, η Βεργίνα και το Ακρωτήρι στην Σαντορίνη. Χέστηκα. Το ερώτημα μου όμως είναι, εσένα γιατί σε νοιάζει;"
"Τι εννοείς τι με νοιάζει, αυτά τα κτίρια, αυτά τα θαύματα, είναι σύμβολα της χώρας μας, του τόπου που ζούμε, είναι ανεκτίμητα κειμήλια του παγκόσμιου πολιτισμού. Και σε κάθε περίπτωση αν για αυτά δεν σε νοιάζει, για την περιουσία, την ίδια την ζωή του κακομοίρη του εμποράκου που του κάψανε το μαγαζί δεν σε νοιάζει;"
"Ο εμποράκος, που λες συνάδελφε, επιβιώνει όπως όλοι μας στην Ελλάδα. Η ζωή μας είναι ανά πάσα στιγμή στο έλεος της μπίλιας. Ζαπ, γυρνάει ο τροχός, κάθεται η μπίλια και ένας τρελαμένος μπάτσος σε καθαρίζει στα δεκαπέντε σου. Ένας αφιονισμένος πιτσιρικάς σου καίει το μαγαζί. Ένας καθίκης γιατρός σε αφήνει να λιώνεις στο ράντζο του νοσοκομείου γιατί δεν τον λαδώνεις. Ένας γαμιόλης δικαστής σε προφυλακίζει για 18 μήνες για κάτι που δεν έκανες. Ζαπ, γυρνάει ο τροχός και παρ' τα αρχίδια μου. Ζαπ."
"Μα..." λέει ο ψηλός αλλά τον διακόπτω.
"Θα μου επιτρέψεις όμως να γυρίσω για λίγο στο θέμα των μνημείων και της πολιτιστικής κληρονομιάς που έθεσες πριν σου αναπτύξω την θεωρία μου περί μπίλιας. Τι σημαίνει πολιτιστική κληρονομιά φίλε; Που είναι στην ζωή μας σήμερα η πολιτιστική κληρονομιά; Πόσο μας επηρεάζει; Καθόλου. Δεν υπάρχει. Το μόνο που έχει μείνει είναι τα φράγκα που εισπράττουμε κάθε χρόνο από τους τουρίστες. Αυτή είναι η πολιτιστική μας κληρονομιά. Και για αυτό κλαίμε. Για τα φράγκα."
"Αυτό νομίζω ότι είναι υπερβολή. Για κάποιους έχει σημασία. Τους επηρεάζει."
"Ναι, καλά."
"Τέλος πάντων τώρα, η ουσία είναι ότι εγώ σαν πολίτης απαιτώ από το κράτος να προστατεύσει την κοινωνία. Δεν μπορώ να δεχθώ αυτήν την χωρίς νόημα καταστροφή."
Πίνω μια γουλιά από την μπύρα μου, για την ακρίβεια την πίνω όλη, παραγγέλνω καινούρια και ανάβω ένα ακόμα τσιγάρο. Αναστενάζω βαθιά και κοιτάζω την γκαρσόνα που παρακολουθεί με ενδιαφέρον. Χμμμ, απρόσμενο.
"Συνάδερφε, υπάρχει μια ουσιαστική παρανόηση στο μυαλό σου. Επέτρεψε μου να σου εξηγήσω τι εννοώ." λέω. "Είναι φανερό ότι βρίσκεσαι σε σύγχυση όσον αφορά το ποια είναι η πραγματική φύση της κοινωνίας. Η σύγχυση αυτή σε εμποδίζει να κατανοήσεις την αιτία των πρόσφατων γεγονότων. Ξέρεις συνάδελφε, η πραγματική κοινωνία δεν είναι ένα υλικό αντικείμενο. Δεν είναι ένα σύνολο κτιρίων που μπορεί να υπερασπιστεί η αστυνομία. Η πραγματική κοινωνία δεν έχει ιδιοκτησία, δεν πληρώνει μισθούς, δεν εισπράττει φόρους. Η πραγματική κοινωνία, είναι μια κατάσταση του νου. Είναι αυτή η κληρονομιά, η πολιτιστική κληρονομιά που λες και εσύ, που έχει φτάσει σε εμάς δια μέσου των αιώνων και που σήμερα έχει χάσει την νομιμοποίηση της στα μάτια των πολιτών. Και ξέρεις, όταν η πραγματική κοινωνία χάνει την νομιμοποίηση της, την επικύρωση της θα έλεγα καλύτερα, δεν έρχεται κάποιος να την καταργήσει με μια κάποια νομοθετική πράξη. Δεν συμβαίνει κάποια οφθαλμοφανής αλλαγή. Τα πάντα δείχνουν να είναι τα ίδια και όλα συνεχίζουν όπως πριν. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να πηγαίνουν στην δουλειά τους, να πληρώνουν φόρους, να γεννάνε παιδιά, να αρρωσταίνουν, να πεθαίνουν. Αυτό που συμβαίνει όμως είναι μια ασυνείδητη, κυρίως, αναγνώριση της κατάστασης που υπάρχει. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η πραγματική κοινωνία, αυτή που κανένα νομοθετικό σώμα δεν μπορεί να διατάξει και να ορίσει, αυτή που δεν μπορεί να ταυτιστεί με τα τούβλα τα σανίδια και τα τζάμια, εξαφανίζεται. Παφ, έτσι, και σε μια στιγμή χάνεται. “
Ο ψηλός, ο κοντός και δυο τρεις άλλοι θαμώνες που έχουν σταματήσει και ακούνε την συζήτηση μας, με κοιτάνε σκεφτικοί. Η γκαρσόνα μου φέρνει μια μπύρα ακόμα, χωρίς καν να την ζητήσω.
“Παράλληλα με αυτήν την κατάσταση του νου,” συνεχίζω, αφού πάρω μια ανάσα “υπάρχει μια οντότητα, που αποτελεί την φυσική εκδήλωση αυτής της άυλης κατάστασης, την οποία ονομάζουμε κράτος. Πολλές φορές δυστυχώς,  τελείως λάθος, την ταυτίζουμε με την πραγματική κοινωνία. Αλλά δεν είναι το ίδιο. Το κράτος, δεν παράγει ευτυχία, ελπίδες, συμπόνοια, δημιουργικότητα, ιδέες, αξίες. Το κράτος, χωρίς την πραγματική κοινωνία, δεν έχει νόημα ύπαρξης. Είναι άψυχο κουφάρι. Ζόμπι, και όχι χορτοφάγο. Όταν απέναντι σου βρίσκεται αυτό το κράτος-ζόμπι δεν έχεις δικαίωμα – αν όχι υποχρέωση - να του επιτεθείς με λύσσα, να το κάψεις, να το καταστρέψεις, να το ξεριζώσεις; Ιδιαίτερα αν αυτό το κράτος-ζόμπι, φαίνεται να κρατάει φυλακισμένη την δεσποσύνη-κοινωνία μέσα στο σκοτεινό του κάστρο; Τι θα κάνουν όμως οι αυτόκλητοι ιππότες όταν διαπιστώσουν ότι δεν υπάρχει τίποτα για να σωθεί μέσα στα αποκαΐδια και τα ερείπια που αφήνουν πίσω τους; Τι θα κάνουμε όλοι μας όταν συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που μας υποσχέθηκαν, αυτό που μας διαβεβαιώνανε από μικρά παιδιά ότι υπάρχει και θα υπάρχει για πάντα, η πραγματική κοινωνία, έχει  εξαφανιστεί;”
Κοιταζόμαστε μεταξύ μας στην σιωπή. Και είμαστε όλοι ξένοι.

Read More...

3 comments
top