Χαμογελάστε βρε!
"Να πάρει η ευχή, αν μπορούσαμε μόνο να έχουμε περισσότερο κέφι, θα ήμασταν το καλύτερο δελτίο της Ελληνικής τηλεόρασης." ακούγεται να λέει μια γυναικεία φωνή από την δυτική πλευρά της μπάρας.
Κοιτάζω ερωτηματικά την τσαχπίνα γκαρσόνα και καθώς το βλέμμα της στέκεται πάνω μου για περισσότερο από 1/20 του δευτερολέπτου, το εκλαμβάνω ως πρόσκληση να ανοίξουμε κουβέντα.
"Να σου πω, από τι ώρα πίνει αυτή η βλαμμένη και έχει αρχίσει ήδη να μονολογεί;" την ρωτάω.
"Μπα, πριν από λίγο ήρθε, δεν την πρόσεξες; Να σου πω, δε σου θυμίζει τίποτα;"
"Τώρα που το λες, απολύτως τίποτα."
"Καλέ, αυτή είναι που λέει τις ειδήσεις στην κρατική τηλεόραση."
"Α, την κακομοίρα, έτσι εξηγούνται όλα."
Της ρίχνω και μια ματιά για να σιγουρευτώ. Ναι, έχει τα χάλια της.
"Αλλά, δεν ξέρω τι παθαίνω, δεν μπορώ να καταλάβω τι παθαίνουμε όλοι μας και μόλις πατήσουμε το πόδι μας στο κτίριο της ΕΡΤ, πέφτουμε σε κατάθλιψη. Ακούς τι λέω; Σε βαριά κατάθλιψη."
"Σε μένα μίλησε;" ρωτάω την γκαρσόνα σκύβοντας προς το μέρος της.
"Ναι, έτσι νομίζω."
"Μαντάμ, μην κάνετε έτσι, υπάρχουν και τα χάπια." της λέω, προσπαθώντας να δώσω έναν τόνο αισιοδοξίας στην φωνή μου.
"Α, ναι τα χάπια. Τα παίρνουμε με τις χούφτες. Τα καταναλώνουμε με αλκοόλ. Τα συνοδεύουμε με πρέζες κοκαΐνης. Δεν κάνουν τίποτα. Δεν γίνεται τίποτα. Βαριά, μαύρη, σκοτεινή, απόλυτη κατάθλιψη. Κάθε φορά που είναι να εκφωνήσω δελτίο νιώθω τόσο χάλια, που οι τεχνικοί με δένουν με σχοινιά στην καρέκλα και με τσουλάνε από το γραφείο μου μέχρι το πλατό. Μερικές φορές, όταν τελειώσει το δελτίο, με ξεχνάνε εκεί. "
"Ωχ, πες της να το βουλώσει μωρέ, μου χαλάει την γεύση της μπύρας." γκρινιάζω.
"Σσσσ, σταμάτα, θέλω να καταλάβω τι λέει. Να πάρε ένα σφηνάκι να σου φτιάξει η γεύση." λέει η γκαρσόνα με το βλέμμα καρφωμένο στην κατατονική κυρία.
Αρπάζω το σφηνάκι. Και μόλις το πίνω, ερωτεύομαι την γκαρσόνα με έναν βαθύ έρωτα που με συγκλονίζει.
"...Αλλά δεν τους κακολογώ. Συνάδελφοι είναι. Τι να κάνει κι ο άλλος άμα έχει σχολάσει; Το χειρότερο είναι όταν ξεχνάνε να κλείσουν τα φώτα...Και τότε, η βασανιστική δίψα που προκαλεί το ecstasy, που συνήθως μου στουμπώνουν στο στόμα λίγο πριν βγω στον αέρα, γίνεται αφόρητη μέσα στο λιοπύρι που δημιουργούν οι πυρακτωμένοι προβολείς."
"Ωραία τα λέει ε;" παρατηρεί η γκαρσόνα, που φαίνεται να απολαμβάνει το παραλήρημα της κυρίας. Εκνευρίζομαι, γιατί με τα δικά μου παραληρήματα συνήθως τα "παίρνει". Από τα νεύρα, μου περνάει και ο έρωτας. Άι στο διάολο.
"Ναι, τι να σου πω, σαν να διαβάζει απόσπασμα από βιβλίο του Malcolm Lowry." την ειρωνεύομαι, αλλά δεν το παίρνει χαμπάρι. Καλύτερα, γιατί θέλω να παραγγείλω μπύρα.
"... και τότε το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να κλείσω τα μάτια και να ταξιδέψω στην παιδική μου ηλικία. Τότε, που μέναμε στην Κυψέλη και τα καλοκαίρια δροσιζόμαστε από την φρικτή ζέστη της τσιμεντούπολης, κλέβοντας παγάκια από το ψυγείο του κυρ - Μήτσου του μπακάλη. Να, σαν να τον βλέπω μπροστά μου, να παίζει τάβλι με τον πατέρα μου στο πεζοδρόμιο, δυο μεσήλικες άντρες με φαλάκρα, που οι κοιλιές τους ξεχειλίζουν μέσα από τα βρόμικα φανελάκια Μινέρβα, ενώ ποταμοί ιδρώτα τρέχουν από τις μαλλιαρές μασχάλες τους."
"Και 'γω στην Κυψέλη μεγάλωσα!" ταυτίζεται η γκαρσόνα.
"Και 'γω έχω μαλλιαρά βρώμικα αρχίδια που έχουν πρηστεί από τις μαλακίες που ακούω" μουρμουρίζω.
"Εσείς κύριε, εσείς, πιστεύετε ότι τα δελτία της κρατικής τηλεόρασης χρειάζονται περισσότερο κέφι;"
Πάλι σε μένα μιλάει η τρελή; Βρε λύσσα κακιά. Βρε άι στο διάολο, γουρλομάτα.
Και ενώ έχω αποφασίσει να την αγνοήσω, η γκαρσόνα με σκουντάει έντονα και μου δείχνει με το κεφάλι της προς το μέρος της τρελής. Ε, τι θες, να κάνω; Αναστενάζω και γυρίζω το κεφάλι μου να την αντιμετωπίσω.
"Λοιπόν;" επιμένει η τρελή.
"Ε, τώρα, ξέρω γω, τι να σας πω..Όχι."
"Όχι; Όχι; Διαφωνείτε λοιπόν με την MRB και τον πρόεδρο Παναγόπουλο ότι τα δελτία της κρατικής τηλεόρασης έχουν την υψηλότερη κοινωνική απήχηση και το ότι το μόνο που τους λείπει για να κατακτήσουν την κορυφή, είναι περισσότερο κέφι;"
"Λοιπόν ναι, διαφωνώ. Για την ακρίβεια, σας βρίσκω υπερβολικά κεφάτους. Θα σας ήθελα όλους πιο πένθιμους. Θα προτιμούσα οι ειδήσεις να εκφωνούνται μπροστά σε ένα death σκηνικό στο οποίο να κυριαρχούν το μαύρο και το κόκκινο. Θα ήθελα να φοράτε μαύρα ρούχα ώστε να μην ξεχωρίζετε από το background και να σας μακιγιάρουν με τόση πούδρα ώστε το πρόσωπο σας να έχει την άσπρη όψη του θανάτου. Θα ήθελα κάθε φορά που κάνετε σαρδάμ να εμφανίζεται ένας τεχνικός ντυμένος με στολή Ες Ες και να σας χαστουκίζει με δύναμη στο πρόσωπο. Θα ήθελα η μουσική έναρξης του δελτίου να ήταν το "Blessed Are the sick" των Morbid Angel. Θα ήθελα να λέτε τον καιρό μόνο στην περίπτωση καταστροφικών καταιγίδων και αυτό για να μας υπενθυμίσετε ότι ο θάνατος είναι κοντά για όλους. Θα ήθελα να αφιερώνεται πιο πολύ χρόνο σε κηδείες. Θα ήθελα το δελτίο να τελειώνει με τον τεχνικό-Ες Ες να σας φοράει απροειδοποίητα μια μαύρη κουκούλα στο κεφάλι και να σας σέρνει με την βια έξω από το πλατό, ενώ ταυτόχρονα να ξεσπάει πυρκαγιά που να καταστρέφει τα πάντα. Πως σας φαίνεται αυτό για περισσότερο κέφι;"
Την κοιτάζω στα μάτια και κατεβάζω μονομιάς την μπύρα μου. Η γκαρσόνα φοβισμένη μου την ξαναγεμίζει χωρίς να πει τίποτα, ενώ η κατατονική κυρία ανάβει τσιγάρο και καρφώνει το άδειο βλέμμα της στο τασάκι.
Νιώθω εντυπωσιασμένος από τον εαυτό μου συνειδητοποιώντας ότι η τεχνική μου για τον τερματισμό ανούσιων συζητήσεων με άσχημες γκόμενες, έχει εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα επίπεδα.
Κοιτάζω ερωτηματικά την τσαχπίνα γκαρσόνα και καθώς το βλέμμα της στέκεται πάνω μου για περισσότερο από 1/20 του δευτερολέπτου, το εκλαμβάνω ως πρόσκληση να ανοίξουμε κουβέντα.
"Να σου πω, από τι ώρα πίνει αυτή η βλαμμένη και έχει αρχίσει ήδη να μονολογεί;" την ρωτάω.
"Μπα, πριν από λίγο ήρθε, δεν την πρόσεξες; Να σου πω, δε σου θυμίζει τίποτα;"
"Τώρα που το λες, απολύτως τίποτα."
"Καλέ, αυτή είναι που λέει τις ειδήσεις στην κρατική τηλεόραση."
"Α, την κακομοίρα, έτσι εξηγούνται όλα."
Της ρίχνω και μια ματιά για να σιγουρευτώ. Ναι, έχει τα χάλια της.
"Αλλά, δεν ξέρω τι παθαίνω, δεν μπορώ να καταλάβω τι παθαίνουμε όλοι μας και μόλις πατήσουμε το πόδι μας στο κτίριο της ΕΡΤ, πέφτουμε σε κατάθλιψη. Ακούς τι λέω; Σε βαριά κατάθλιψη."
"Σε μένα μίλησε;" ρωτάω την γκαρσόνα σκύβοντας προς το μέρος της.
"Ναι, έτσι νομίζω."
"Μαντάμ, μην κάνετε έτσι, υπάρχουν και τα χάπια." της λέω, προσπαθώντας να δώσω έναν τόνο αισιοδοξίας στην φωνή μου.
"Α, ναι τα χάπια. Τα παίρνουμε με τις χούφτες. Τα καταναλώνουμε με αλκοόλ. Τα συνοδεύουμε με πρέζες κοκαΐνης. Δεν κάνουν τίποτα. Δεν γίνεται τίποτα. Βαριά, μαύρη, σκοτεινή, απόλυτη κατάθλιψη. Κάθε φορά που είναι να εκφωνήσω δελτίο νιώθω τόσο χάλια, που οι τεχνικοί με δένουν με σχοινιά στην καρέκλα και με τσουλάνε από το γραφείο μου μέχρι το πλατό. Μερικές φορές, όταν τελειώσει το δελτίο, με ξεχνάνε εκεί. "
"Ωχ, πες της να το βουλώσει μωρέ, μου χαλάει την γεύση της μπύρας." γκρινιάζω.
"Σσσσ, σταμάτα, θέλω να καταλάβω τι λέει. Να πάρε ένα σφηνάκι να σου φτιάξει η γεύση." λέει η γκαρσόνα με το βλέμμα καρφωμένο στην κατατονική κυρία.
Αρπάζω το σφηνάκι. Και μόλις το πίνω, ερωτεύομαι την γκαρσόνα με έναν βαθύ έρωτα που με συγκλονίζει.
"...Αλλά δεν τους κακολογώ. Συνάδελφοι είναι. Τι να κάνει κι ο άλλος άμα έχει σχολάσει; Το χειρότερο είναι όταν ξεχνάνε να κλείσουν τα φώτα...Και τότε, η βασανιστική δίψα που προκαλεί το ecstasy, που συνήθως μου στουμπώνουν στο στόμα λίγο πριν βγω στον αέρα, γίνεται αφόρητη μέσα στο λιοπύρι που δημιουργούν οι πυρακτωμένοι προβολείς."
"Ωραία τα λέει ε;" παρατηρεί η γκαρσόνα, που φαίνεται να απολαμβάνει το παραλήρημα της κυρίας. Εκνευρίζομαι, γιατί με τα δικά μου παραληρήματα συνήθως τα "παίρνει". Από τα νεύρα, μου περνάει και ο έρωτας. Άι στο διάολο.
"Ναι, τι να σου πω, σαν να διαβάζει απόσπασμα από βιβλίο του Malcolm Lowry." την ειρωνεύομαι, αλλά δεν το παίρνει χαμπάρι. Καλύτερα, γιατί θέλω να παραγγείλω μπύρα.
"... και τότε το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να κλείσω τα μάτια και να ταξιδέψω στην παιδική μου ηλικία. Τότε, που μέναμε στην Κυψέλη και τα καλοκαίρια δροσιζόμαστε από την φρικτή ζέστη της τσιμεντούπολης, κλέβοντας παγάκια από το ψυγείο του κυρ - Μήτσου του μπακάλη. Να, σαν να τον βλέπω μπροστά μου, να παίζει τάβλι με τον πατέρα μου στο πεζοδρόμιο, δυο μεσήλικες άντρες με φαλάκρα, που οι κοιλιές τους ξεχειλίζουν μέσα από τα βρόμικα φανελάκια Μινέρβα, ενώ ποταμοί ιδρώτα τρέχουν από τις μαλλιαρές μασχάλες τους."
"Και 'γω στην Κυψέλη μεγάλωσα!" ταυτίζεται η γκαρσόνα.
"Και 'γω έχω μαλλιαρά βρώμικα αρχίδια που έχουν πρηστεί από τις μαλακίες που ακούω" μουρμουρίζω.
"Εσείς κύριε, εσείς, πιστεύετε ότι τα δελτία της κρατικής τηλεόρασης χρειάζονται περισσότερο κέφι;"
Πάλι σε μένα μιλάει η τρελή; Βρε λύσσα κακιά. Βρε άι στο διάολο, γουρλομάτα.
Και ενώ έχω αποφασίσει να την αγνοήσω, η γκαρσόνα με σκουντάει έντονα και μου δείχνει με το κεφάλι της προς το μέρος της τρελής. Ε, τι θες, να κάνω; Αναστενάζω και γυρίζω το κεφάλι μου να την αντιμετωπίσω.
"Λοιπόν;" επιμένει η τρελή.
"Ε, τώρα, ξέρω γω, τι να σας πω..Όχι."
"Όχι; Όχι; Διαφωνείτε λοιπόν με την MRB και τον πρόεδρο Παναγόπουλο ότι τα δελτία της κρατικής τηλεόρασης έχουν την υψηλότερη κοινωνική απήχηση και το ότι το μόνο που τους λείπει για να κατακτήσουν την κορυφή, είναι περισσότερο κέφι;"
"Λοιπόν ναι, διαφωνώ. Για την ακρίβεια, σας βρίσκω υπερβολικά κεφάτους. Θα σας ήθελα όλους πιο πένθιμους. Θα προτιμούσα οι ειδήσεις να εκφωνούνται μπροστά σε ένα death σκηνικό στο οποίο να κυριαρχούν το μαύρο και το κόκκινο. Θα ήθελα να φοράτε μαύρα ρούχα ώστε να μην ξεχωρίζετε από το background και να σας μακιγιάρουν με τόση πούδρα ώστε το πρόσωπο σας να έχει την άσπρη όψη του θανάτου. Θα ήθελα κάθε φορά που κάνετε σαρδάμ να εμφανίζεται ένας τεχνικός ντυμένος με στολή Ες Ες και να σας χαστουκίζει με δύναμη στο πρόσωπο. Θα ήθελα η μουσική έναρξης του δελτίου να ήταν το "Blessed Are the sick" των Morbid Angel. Θα ήθελα να λέτε τον καιρό μόνο στην περίπτωση καταστροφικών καταιγίδων και αυτό για να μας υπενθυμίσετε ότι ο θάνατος είναι κοντά για όλους. Θα ήθελα να αφιερώνεται πιο πολύ χρόνο σε κηδείες. Θα ήθελα το δελτίο να τελειώνει με τον τεχνικό-Ες Ες να σας φοράει απροειδοποίητα μια μαύρη κουκούλα στο κεφάλι και να σας σέρνει με την βια έξω από το πλατό, ενώ ταυτόχρονα να ξεσπάει πυρκαγιά που να καταστρέφει τα πάντα. Πως σας φαίνεται αυτό για περισσότερο κέφι;"
Την κοιτάζω στα μάτια και κατεβάζω μονομιάς την μπύρα μου. Η γκαρσόνα φοβισμένη μου την ξαναγεμίζει χωρίς να πει τίποτα, ενώ η κατατονική κυρία ανάβει τσιγάρο και καρφώνει το άδειο βλέμμα της στο τασάκι.
Νιώθω εντυπωσιασμένος από τον εαυτό μου συνειδητοποιώντας ότι η τεχνική μου για τον τερματισμό ανούσιων συζητήσεων με άσχημες γκόμενες, έχει εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα επίπεδα.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου