“Που είναι ο κόσμος;” ρωτάω την γκαρσόνα, μόλις βολεύομαι στο αγαπημένο μου σκαμπό μπροστά στο μπαρ και συνειδητοποιώ ότι οι μοναδικοί πελάτες στο μαγαζί είναι:
α. ο κύριος Μάκης, που είναι ήδη τόσο τύφλα στο μεθύσι που έχει εγκαταλείψει την ομιλία και συνεννοείται αποκλειστικά και μόνο με χειρονομίες, σαν κωφάλαλος
β. ο Άγνωστος Γέρος Αλκοολικός με Τιράντες που παλαντζάρει μπρος-πίσω συνέχεια, διατηρώντας προς το παρόν σταθερή γωνία ταλάντωσης 16.5ο (απέχοντας, όπως μπορώ να υπολογίσω, μόλις ένα ουίσκι και μισή τεκίλα σφηνάκι από την τελική πτώση)
γ. ο τοπικός ζητιάνος που τρώει φιστίκια κερασμένα από την γκαρσόνα
δ. εγώ
“Κρίση ε;” λέω στην γκαρσόνα δείχνοντας προς το άδειο μπαρ και ευελπιστώντας να την παρασύρω σε μια έστω και ανούσια κουβέντα.
“Άμα κάνεις κανένα εξυπναδίστικο σχόλιο του στυλ 'αν έχεις ανάγκη από λεφτά έλα από το σπίτι μου να σε δανείσω', σου ορκίζομαι ότι θα σε χαστουκίσω και θα σου πάρω και την μπύρα. Και δεν πρόκειται να σου δώσω άλλη.” μου απαντάει σκύβοντας προς το μέρος μου με απειλητικό ύφος.
“Πως σου ήρθε αυτό; Σιγά μην έχω λεφτά για να σε....δανείσω. Πάνε αυτές οι πολυτέλειες.” διαμαρτύρομαι.
Με κοιτάει με έντονο βλέμμα αποδοκιμασίας.
“Και ακόμα και αν είχα – λεφτά – δεν επρόκειτο σε καμία περίπτωση να σου κάνω τέτοιου είδους εεε, πρόταση.” προσθέτω γρήγορα.
Το βλέμμα αποδοκιμασίας δεν υποχωρεί. Τι θέλεις, γαμώ το κέρατό μου; Α, ναι.
“Τις μπύρες έχω να τις πληρώσω όμως, μην ανησυχείς.” συμπληρώνω.
Μου ρίχνει μια τελευταία άγρια ματιά και ξεκινάει να πάει στην άλλη άκρη του μπαρ όπου βρίσκεται η λάντζα.
Ναι, άιντε, πήγαινε να πλύνεις κανά ποτήρι, βρομίσαμε εδώ μέσα. Άντε ντε, ανεπρόκοπη. Ψηλή. Βυζαρού. Με ωραίο κώλο.
Ξαφνικά κοντοστέκεται και με ρωτάει:
“Σίγουρα έχεις να πληρώσεις;”
“Ναι, φυσικά, δηλαδή, για την ακρίβεια όχι, θα μου δανείσει όμως ο κολλητός μου όταν έρθει. Σε λίγο.”
“Ποιος κολλητός;”
“Έλα, μωρέ, τον ξέρεις, ο.... ο καράφλας, κατάλαβες;”
Να πάρει ο διάολος, ξέχασα το όνομα του.
“Ωχ, μόνο αυτός μας έλειπε τώρα.” βογκάει με απόγνωση η γκαρσόνα. “Πόσο χειρότερα μπορεί να πάει η μέρα μου;”
Ένας δυνατός γδούπος, που συνοδεύεται από ήχο γυαλιού που σπάει, με διακόπτει την ώρα ακριβώς που ετοιμάζομαι να υπερασπιστώ τον επιστήθιο φίλο μου - του οποίου το όνομα συνεχίζει να μου διαφεύγει - απέναντι στην ανοίκεια επίθεση της γκαρσόνας.
“Τι έγινε;” φωνάζει τρομαγμένη η γκαρσόνα
“Α, τίποτα. Ο Α.Γ.Α.Τ, έπεσε. Λίγο νωρίτερα από ότι είχα υπολογίσει ομολογώ.” λέω με το βλέμμα μου καρφωμένο στο μπουκάλι της κιτρινωπής τεκίλας που αναπαύεται στο ράφι απέναντί μου.
“Ο ποιος; “
“Ο Α.Γ.Α.Τ. Άγνωστος Γέρος Αλκοολικός με Τιράντες.”
“Μα τι βλακείες λές τώρα; Τι περιμένεις; Βοήθησε τον να σηκωθεί.”
“Εγώ; Δε θα 'σαι με τα καλά σου. Θα με πέρασες για κάποιον άλλον μου φαίνεται. Ξέχασε το.”
Ο κατηγορηματικός τόνος της φωνής μου αναγκάζει την γκαρσόνα να βγει βλαστημώντας μέσα από την μπάρα και να πάει προς το μέρος του σωριασμένου στο έδαφος Α.Γ.Α.Τ.
“Λες να έπαθε τίποτα;” λέει αφού τον περιεργάζεται για λίγη ώρα με προφανή αναποφασιστικότητα.
“Είμαι σίγουρος. Πρέπει να του δώσεις τις πρώτες βοήθειες. Το φιλί της ζωής!”
Ένα δυνατό χτύπημα στην πλάτη, προφανώς από την εξοργισμένη γκαρσόνα που δεν έχει όρεξη για αστειάκια, κάνει την μπύρα να αναπηδήσει στα χέρια μου.
Για μια στιγμή βρίσκομαι αντιμέτωπος με την φρικιαστική πιθανότητα του να χαθεί για πάντα, πάνω στην ξεθωριασμένη καφέ επιφάνεια της μπάρας, ποσότητα του υπερπολύτιμου υγρού. Με μια κοφτή επιδέξια κίνηση, βγαλμένη από κινηματογραφική ταινία του Τζον Γου, καταφέρνω να αποσβέσω τον κυματισμό της νερουλής μπύρας σε τέτοιο βαθμό, ώστε με αστραπιαία ταχύτητα να προλάβω να φέρω το στόμα μου στο χείλος του ποτηριού και να ρουφήξω γρήγορα το χρυσαφένιο νέκταρ βύνης και λυκίσκου που απειλούσε να ξεφύγει από τα δεσμά του ποτηριού.
Α,...μια μαγική στιγμή...αντάξια της κλάσης μου.
Που δυστυχώς δεν την είδε κανείς.
Εκτός από τον κο Μάκη.
Που δεν την είδε κανείς λοιπόν.
Στην απόκοσμη σιγή που ακολουθεί την ηρωική διάσωση της μπύρας, η σέξυ, καυτή ανάσα της γκαρσόνας -ο μοναδικός ήχος που φαίνεται να ακούγεται μέσα στο έρημο μπαρ- σφυροκοπεί το κεφάλι μου με ένταση ανάλογη αυτής του εκσκαφέα που κάθε πρωί στις 7:15 ξεκινάει το σκάψιμο στο διπλανό οικόπεδο του σπιτιού μου.
Ανάβω ένα τσιγάρο με δυσκολία - το ανεξέλεγκτα τρεμάμενο χέρι μου με τον αναπτήρα, δυσκολεύεται να βρει τον στόχο.
Ταυτόχρονα ο κος Μάκης επιδίδεται σε φρενιτιώδη νοήματα προς τον καθρέφτη στο εσωτερικό της μπάρας, μάλλον πιστεύοντας ότι απευθύνεται σε κάποιον άλλον από τον εαυτό του.
“Μια μπύρα” ακούγεται σιγανά η φωνή της γκαρσόνας σπάζοντας την απόκοσμη σιγή.
Με το άκουσμα των λέξεων να βγαίνουν από το καλοσχηματισμένο ζουμερό στόμα της, οι αισθήσεις μου οξύνονται σε τέτοιο βαθμό, που για μια στιγμή έχω την αίσθηση – παραίσθηση θα ήταν η πιο ακριβής περιγραφή – ότι βρίσκομαι μέσα στο σώμα ενός καφετιού κυνηγόσκυλου με μακρόστενη μουσούδα, που ανάμεσα στις χιλιάδες μυρωδιές του δάσους, οσμίζεται ξαφνικά την ανεπαίσθητη και ελαφριά ξινή μυρωδιά του φόβου μιας μικρόσωμης αλεπούς.
Και αυτό μου θυμίζει την εποχή που ένα εξαιρετικής ποιότητος τρυπάκι, από αυτά που σπάνια πέφτουν στα χέρια μου, με είχε οδηγήσει να ζήσω για 12 ώρες την ζωή ενός σκύλου σε μια απομακρυσμένη ορεινή περιοχή της Αρκαδίας, ώσπου με βρήκε ένας τσομπάνης να μυρίζω τα πρόβατά του και νόμιζε ότι προσπαθούσα να τα πηδήξω και με κλώτσησε τόσες πολλές φορές και τόσο δυνατά που τελικά η επίδραση από το τρυπάκι έσβησε κάτω από την αίσθηση του οξύ πόνου.
Όταν ύστερα από λίγο κουράστηκε να με κλωτσάει, και κάθισε λαχανιασμένος σε μια πέτρα να καπνίσει ένα τσιγάρο ρίχνοντάς μου άγριες ματιές, δεν έχασα την ευκαιρία να προσπαθήσω να τον πείσω για το αγαθό των προθέσεων μου απέναντι στα πρόβατα του, προσφέροντας του έναν από δύο τελευταίους , βαρβάτους, καλαματιανούς μπάφους μου - για τις ιδιότητες των οποίων δεν είχε την παραμικρή ιδέα - κάτω από την επήρεια των οποίων θεωρήσαμε καλή ιδέα να προσπαθήσουμε να βάλουμε τα πρόβατα να χορέψουν Τσακώνικο υπό τους ήχους της αγριοφωνάρας του τσομπάνη.
(από εκείνη την ημέρα μιας μακρινής ανέμελης εποχής, ο τσομπάνης εντρύφησε στην τέχνη της καλλιέργειας της φούντας και πια αποτελεί, σε περιόδους οικονομικής στενότητας όπως η τωρινή, την ύστατη άκρη μου – καθώς χρειάζεται να κάνω 4,5 ώρες διαδρομή για να φτάσω στο ορεινό χωριό του.)
“Μια μπύρα και μια τεκίλα” λέει η γκαρσόνα, με φωνή που τρέμει ελαφρά από την προσπάθεια να κρύψει την αγωνία της και με επαναφέρει στην τωρινή πραγματικότητα του φτηνού μπαρ και της νερουλής ζεστής μπύρας.
Μένω ακίνητος και σιωπηλός.
Πλησιάζει το πρόσωπό της στο δικό μου. Τα χείλη της μια ανάσα από τα χείλη μου. Τα τέλεια στήθη της, να πιέζουν το στέρνο μου. Η όραση μου θολώνει, μαζί της και η κρίση μου.
“Μια μπύρα, μια τεκίλα και αυτή η στιγμή. Τελευταία προσφορά.”
Τα ρουθούνια μου ανοίγουν και υγρός αέρας – τόνοι από αυτόν μου φαίνεται- ποτισμένος με την ζαλιστική μυρωδιά της, πλημμυρίζει κάθε ίνα του σώματος μου.
“Έλα, κάν' το. Κάν' το τώρα!” ψιθυρίζει χωρίς να μετακινηθεί ούτε ένα εκατοστό.
Σαν υπνωτισμένος από βλέμμα βρικόλακα, σηκώνομαι, προχωράω και σκύβω πάνω από το σώμα του ΑΓΑΤ χωρίς να πω κουβέντα. Η μπόχα από την, τουλάχιστον, 700 ημερών απλυσιά του με επαναφέρει με τον πιο σκληρό τρόπο στην πραγματικότητα.
Συνειδητοποιώ αμέσως την μαεστρία με την οποία με χειρίστηκε η γκαρσόνα – σαν άβουλη κούκλα στα επιδέξια χέρια ενός επαγγελματία μαριονετίστα. Αλλά είναι πια πολύ αργά για να κάνω πίσω...
Με την ήττα να καθρεφτίζεται στο βλέμμα μου – αλλά πάντα δεν είναι εκεί ούτως ή άλλως; - σηκώνω με δυσκολία, βογκώντας, τον λιπόθυμο ΑΓΑΤ και τον στοιβάζω στο μοναδικό σκαμπό του μπαρ που διαθέτει πλάτη.
Πιάνω ένα ποτήρι νερό και του το πετάω στα μούτρα.
“ΞΥΠΝΑ!” ουρλιάζω μέσα στο πρόσωπο του και τον κοιτάζω καθώς ανοίγει τα μάτια του. Σταγόνες νερού κυλάνε στο ταλαιπωρημένο του πρόσωπο. “Είναι ώρα να φύγεις!”
“Ε, περίμενε!” φωνάζει από πίσω μου η γκαρσόνα. “Πρέπει να πληρώσει πρώτα. Χρωστάει τριάντα ευρώ.”
Ο ΑΓΑΤ βγάζει από την τσέπη του ένα μάτσο τσαλακωμένων χαρτονομισμάτων και τα τείνει προς το μέρος μου.
Ξεδιαλέγω τριάντα ευρώ για το λογαριασμό και με μια γρήγορη κίνηση, χωρίς να με πάρει κανείς είδηση, τσεπώνω και ένα δεκάρικο για τον κόπο μου.
Τον κοιτάζω σιωπηλά να βάζει τα υπόλοιπα χαρτονομίσματα στην τσέπη του και να βγαίνει από την πόρτα του μπαρ σηκώνοντας το χέρι του σε έναν τελευταίο ασθενικό χαιρετισμό.
Συνεχίζω να τον παρακολουθώ μέσα από το παράθυρο καθώς απομακρύνεται με τα αργά, προσεχτικά βήματα του αλκοολικού. Δεν πάει όμως μακριά, καθώς στο πρώτο παγκάκι που βρίσκει μπροστά του, στην πλατεία απέναντι από το μαγαζί, ξαπλώνει και κουλουριάζεται στην στάση του εμβρύου.
Καθισμένος πια στην θέση μου στο μπαρ, ρίχνω μια τελευταία ματιά προς το μέρος του, μόνο για να διαπιστώσω, ότι κάποιοι πιτσιρικάδες - από αυτούς που φαίνεται να βρίσκονται όλες τις ώρες και τις μέρες στην πλατεία - τον έχουν ήδη κυκλώσει με τα μάτια καρφωμένα στα χαρτονομίσματα που εξέχουν από την τσέπη του.
Με τα περίεργα, για τα γούστα μου, κουρέματα τους, τα σκισμένα μπλουζάκια, τα skateboard στα χέρια τους και τα σκληρά σαν ατσάλι εφηβικά βλέμματα, μοιάζουν να είναι αδιαχώριστο μέρος της τσιμεντένιας, βρόμικης και μαυρισμένης από το καυσαέριο θλιβερή πλατείας.
Ανασηκώνω τους ώμους μου ανέμελα και γυρνάω το βλέμμα μου προς την γκαρσόνα που μετράει τα λεφτά που άφησε ο ΑΓΑΤ -για την ακρίβεια, που άφησε ο ΑΓΑΤ μέσω εμού.
“Τον τσίπη” μουρμουρίζει, “φιλοδώρημα μηδέν...”
Βάζει τα λεφτά στο συρτάρι και γυρνάει προς το μέρος μου.
Κοιταζόμαστε για λίγη ώρα σιωπηλοί με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή.
Ύστερα από λίγο αναστενάζει επιδεικτικά.
“Η συμφωνία, είναι συμφωνία” λέει και παίρνει το ποτήρι μου να το γεμίσει με μπύρα. Την ακουμπάει μπροστά μου και μετά μου φέρνει, με προφανή απροθυμία, και το σφηνάκι τεκίλα που μου υποσχέθηκε.
Την στιγμή ακριβώς που το χέρι μου ακουμπάει πάνω στο ποτήρι της φρεσκο-γεμισμένης μπύρας, το δικό της χέρι την αρπάζει εμποδίζοντας με από την να την φέρω στο στόμα μου.
Με κοιτάει βαθιά στα μάτια με έναν τρόπο που με συγκλονίζει – αν κάτι με συγκλονίζει με ευκολία, είναι οι ψηλές, βυζαρούδες, με ωραίο κώλο γυναίκες που μου προσφέρουν αλκοόλ. Ή απλά οι γυναίκες που μου προσφέρουν αλκοόλ.
“Για μια στιγμή, μου πέρασε από το μυαλό” ξεκινάει να λέει, αλλά διστάζει. "Να, δηλαδή, σκέφτηκα σοβαρά -για μια στιγμή μόνο - ακόμα και, ακόμα και να σου κάτσω...Αν με βοηθούσες...με τον ΑΓΑΤ...”
Αφήνει την μπύρα μου και την τελευταία στιγμή πριν το χέρι της απομακρυνθεί για πάντα, νιώθω την άκρη των δαχτύλων της να σέρνονται για μια στιγμή μόνο πάνω στην ανάστροφη της παλάμης μου.
Αναστενάζω βαθιά και κλείνω τα μάτια μου φέρνοντας την μπύρα στο στόμα μου.
Τι να κάνεις, σκέφτομαι καθώς οραματίζομαι τα καλοσχηματισμένα στήθια της γκαρσόνας.
Τουλάχιστον, το μεθύσι μου, διαρκεί περισσότερο από το σεξ.
0
comments
α. ο κύριος Μάκης, που είναι ήδη τόσο τύφλα στο μεθύσι που έχει εγκαταλείψει την ομιλία και συνεννοείται αποκλειστικά και μόνο με χειρονομίες, σαν κωφάλαλος
β. ο Άγνωστος Γέρος Αλκοολικός με Τιράντες που παλαντζάρει μπρος-πίσω συνέχεια, διατηρώντας προς το παρόν σταθερή γωνία ταλάντωσης 16.5ο (απέχοντας, όπως μπορώ να υπολογίσω, μόλις ένα ουίσκι και μισή τεκίλα σφηνάκι από την τελική πτώση)
γ. ο τοπικός ζητιάνος που τρώει φιστίκια κερασμένα από την γκαρσόνα
δ. εγώ
“Κρίση ε;” λέω στην γκαρσόνα δείχνοντας προς το άδειο μπαρ και ευελπιστώντας να την παρασύρω σε μια έστω και ανούσια κουβέντα.
“Άμα κάνεις κανένα εξυπναδίστικο σχόλιο του στυλ 'αν έχεις ανάγκη από λεφτά έλα από το σπίτι μου να σε δανείσω', σου ορκίζομαι ότι θα σε χαστουκίσω και θα σου πάρω και την μπύρα. Και δεν πρόκειται να σου δώσω άλλη.” μου απαντάει σκύβοντας προς το μέρος μου με απειλητικό ύφος.
“Πως σου ήρθε αυτό; Σιγά μην έχω λεφτά για να σε....δανείσω. Πάνε αυτές οι πολυτέλειες.” διαμαρτύρομαι.
Με κοιτάει με έντονο βλέμμα αποδοκιμασίας.
“Και ακόμα και αν είχα – λεφτά – δεν επρόκειτο σε καμία περίπτωση να σου κάνω τέτοιου είδους εεε, πρόταση.” προσθέτω γρήγορα.
Το βλέμμα αποδοκιμασίας δεν υποχωρεί. Τι θέλεις, γαμώ το κέρατό μου; Α, ναι.
“Τις μπύρες έχω να τις πληρώσω όμως, μην ανησυχείς.” συμπληρώνω.
Μου ρίχνει μια τελευταία άγρια ματιά και ξεκινάει να πάει στην άλλη άκρη του μπαρ όπου βρίσκεται η λάντζα.
Ναι, άιντε, πήγαινε να πλύνεις κανά ποτήρι, βρομίσαμε εδώ μέσα. Άντε ντε, ανεπρόκοπη. Ψηλή. Βυζαρού. Με ωραίο κώλο.
Ξαφνικά κοντοστέκεται και με ρωτάει:
“Σίγουρα έχεις να πληρώσεις;”
“Ναι, φυσικά, δηλαδή, για την ακρίβεια όχι, θα μου δανείσει όμως ο κολλητός μου όταν έρθει. Σε λίγο.”
“Ποιος κολλητός;”
“Έλα, μωρέ, τον ξέρεις, ο.... ο καράφλας, κατάλαβες;”
Να πάρει ο διάολος, ξέχασα το όνομα του.
“Ωχ, μόνο αυτός μας έλειπε τώρα.” βογκάει με απόγνωση η γκαρσόνα. “Πόσο χειρότερα μπορεί να πάει η μέρα μου;”
Ένας δυνατός γδούπος, που συνοδεύεται από ήχο γυαλιού που σπάει, με διακόπτει την ώρα ακριβώς που ετοιμάζομαι να υπερασπιστώ τον επιστήθιο φίλο μου - του οποίου το όνομα συνεχίζει να μου διαφεύγει - απέναντι στην ανοίκεια επίθεση της γκαρσόνας.
“Τι έγινε;” φωνάζει τρομαγμένη η γκαρσόνα
“Α, τίποτα. Ο Α.Γ.Α.Τ, έπεσε. Λίγο νωρίτερα από ότι είχα υπολογίσει ομολογώ.” λέω με το βλέμμα μου καρφωμένο στο μπουκάλι της κιτρινωπής τεκίλας που αναπαύεται στο ράφι απέναντί μου.
“Ο ποιος; “
“Ο Α.Γ.Α.Τ. Άγνωστος Γέρος Αλκοολικός με Τιράντες.”
“Μα τι βλακείες λές τώρα; Τι περιμένεις; Βοήθησε τον να σηκωθεί.”
“Εγώ; Δε θα 'σαι με τα καλά σου. Θα με πέρασες για κάποιον άλλον μου φαίνεται. Ξέχασε το.”
Ο κατηγορηματικός τόνος της φωνής μου αναγκάζει την γκαρσόνα να βγει βλαστημώντας μέσα από την μπάρα και να πάει προς το μέρος του σωριασμένου στο έδαφος Α.Γ.Α.Τ.
“Λες να έπαθε τίποτα;” λέει αφού τον περιεργάζεται για λίγη ώρα με προφανή αναποφασιστικότητα.
“Είμαι σίγουρος. Πρέπει να του δώσεις τις πρώτες βοήθειες. Το φιλί της ζωής!”
Ένα δυνατό χτύπημα στην πλάτη, προφανώς από την εξοργισμένη γκαρσόνα που δεν έχει όρεξη για αστειάκια, κάνει την μπύρα να αναπηδήσει στα χέρια μου.
Για μια στιγμή βρίσκομαι αντιμέτωπος με την φρικιαστική πιθανότητα του να χαθεί για πάντα, πάνω στην ξεθωριασμένη καφέ επιφάνεια της μπάρας, ποσότητα του υπερπολύτιμου υγρού. Με μια κοφτή επιδέξια κίνηση, βγαλμένη από κινηματογραφική ταινία του Τζον Γου, καταφέρνω να αποσβέσω τον κυματισμό της νερουλής μπύρας σε τέτοιο βαθμό, ώστε με αστραπιαία ταχύτητα να προλάβω να φέρω το στόμα μου στο χείλος του ποτηριού και να ρουφήξω γρήγορα το χρυσαφένιο νέκταρ βύνης και λυκίσκου που απειλούσε να ξεφύγει από τα δεσμά του ποτηριού.
Α,...μια μαγική στιγμή...αντάξια της κλάσης μου.
Που δυστυχώς δεν την είδε κανείς.
Εκτός από τον κο Μάκη.
Που δεν την είδε κανείς λοιπόν.
Στην απόκοσμη σιγή που ακολουθεί την ηρωική διάσωση της μπύρας, η σέξυ, καυτή ανάσα της γκαρσόνας -ο μοναδικός ήχος που φαίνεται να ακούγεται μέσα στο έρημο μπαρ- σφυροκοπεί το κεφάλι μου με ένταση ανάλογη αυτής του εκσκαφέα που κάθε πρωί στις 7:15 ξεκινάει το σκάψιμο στο διπλανό οικόπεδο του σπιτιού μου.
Ανάβω ένα τσιγάρο με δυσκολία - το ανεξέλεγκτα τρεμάμενο χέρι μου με τον αναπτήρα, δυσκολεύεται να βρει τον στόχο.
Ταυτόχρονα ο κος Μάκης επιδίδεται σε φρενιτιώδη νοήματα προς τον καθρέφτη στο εσωτερικό της μπάρας, μάλλον πιστεύοντας ότι απευθύνεται σε κάποιον άλλον από τον εαυτό του.
“Μια μπύρα” ακούγεται σιγανά η φωνή της γκαρσόνας σπάζοντας την απόκοσμη σιγή.
Με το άκουσμα των λέξεων να βγαίνουν από το καλοσχηματισμένο ζουμερό στόμα της, οι αισθήσεις μου οξύνονται σε τέτοιο βαθμό, που για μια στιγμή έχω την αίσθηση – παραίσθηση θα ήταν η πιο ακριβής περιγραφή – ότι βρίσκομαι μέσα στο σώμα ενός καφετιού κυνηγόσκυλου με μακρόστενη μουσούδα, που ανάμεσα στις χιλιάδες μυρωδιές του δάσους, οσμίζεται ξαφνικά την ανεπαίσθητη και ελαφριά ξινή μυρωδιά του φόβου μιας μικρόσωμης αλεπούς.
Και αυτό μου θυμίζει την εποχή που ένα εξαιρετικής ποιότητος τρυπάκι, από αυτά που σπάνια πέφτουν στα χέρια μου, με είχε οδηγήσει να ζήσω για 12 ώρες την ζωή ενός σκύλου σε μια απομακρυσμένη ορεινή περιοχή της Αρκαδίας, ώσπου με βρήκε ένας τσομπάνης να μυρίζω τα πρόβατά του και νόμιζε ότι προσπαθούσα να τα πηδήξω και με κλώτσησε τόσες πολλές φορές και τόσο δυνατά που τελικά η επίδραση από το τρυπάκι έσβησε κάτω από την αίσθηση του οξύ πόνου.
Όταν ύστερα από λίγο κουράστηκε να με κλωτσάει, και κάθισε λαχανιασμένος σε μια πέτρα να καπνίσει ένα τσιγάρο ρίχνοντάς μου άγριες ματιές, δεν έχασα την ευκαιρία να προσπαθήσω να τον πείσω για το αγαθό των προθέσεων μου απέναντι στα πρόβατα του, προσφέροντας του έναν από δύο τελευταίους , βαρβάτους, καλαματιανούς μπάφους μου - για τις ιδιότητες των οποίων δεν είχε την παραμικρή ιδέα - κάτω από την επήρεια των οποίων θεωρήσαμε καλή ιδέα να προσπαθήσουμε να βάλουμε τα πρόβατα να χορέψουν Τσακώνικο υπό τους ήχους της αγριοφωνάρας του τσομπάνη.
(από εκείνη την ημέρα μιας μακρινής ανέμελης εποχής, ο τσομπάνης εντρύφησε στην τέχνη της καλλιέργειας της φούντας και πια αποτελεί, σε περιόδους οικονομικής στενότητας όπως η τωρινή, την ύστατη άκρη μου – καθώς χρειάζεται να κάνω 4,5 ώρες διαδρομή για να φτάσω στο ορεινό χωριό του.)
“Μια μπύρα και μια τεκίλα” λέει η γκαρσόνα, με φωνή που τρέμει ελαφρά από την προσπάθεια να κρύψει την αγωνία της και με επαναφέρει στην τωρινή πραγματικότητα του φτηνού μπαρ και της νερουλής ζεστής μπύρας.
Μένω ακίνητος και σιωπηλός.
Πλησιάζει το πρόσωπό της στο δικό μου. Τα χείλη της μια ανάσα από τα χείλη μου. Τα τέλεια στήθη της, να πιέζουν το στέρνο μου. Η όραση μου θολώνει, μαζί της και η κρίση μου.
“Μια μπύρα, μια τεκίλα και αυτή η στιγμή. Τελευταία προσφορά.”
Τα ρουθούνια μου ανοίγουν και υγρός αέρας – τόνοι από αυτόν μου φαίνεται- ποτισμένος με την ζαλιστική μυρωδιά της, πλημμυρίζει κάθε ίνα του σώματος μου.
“Έλα, κάν' το. Κάν' το τώρα!” ψιθυρίζει χωρίς να μετακινηθεί ούτε ένα εκατοστό.
Σαν υπνωτισμένος από βλέμμα βρικόλακα, σηκώνομαι, προχωράω και σκύβω πάνω από το σώμα του ΑΓΑΤ χωρίς να πω κουβέντα. Η μπόχα από την, τουλάχιστον, 700 ημερών απλυσιά του με επαναφέρει με τον πιο σκληρό τρόπο στην πραγματικότητα.
Συνειδητοποιώ αμέσως την μαεστρία με την οποία με χειρίστηκε η γκαρσόνα – σαν άβουλη κούκλα στα επιδέξια χέρια ενός επαγγελματία μαριονετίστα. Αλλά είναι πια πολύ αργά για να κάνω πίσω...
Με την ήττα να καθρεφτίζεται στο βλέμμα μου – αλλά πάντα δεν είναι εκεί ούτως ή άλλως; - σηκώνω με δυσκολία, βογκώντας, τον λιπόθυμο ΑΓΑΤ και τον στοιβάζω στο μοναδικό σκαμπό του μπαρ που διαθέτει πλάτη.
Πιάνω ένα ποτήρι νερό και του το πετάω στα μούτρα.
“ΞΥΠΝΑ!” ουρλιάζω μέσα στο πρόσωπο του και τον κοιτάζω καθώς ανοίγει τα μάτια του. Σταγόνες νερού κυλάνε στο ταλαιπωρημένο του πρόσωπο. “Είναι ώρα να φύγεις!”
“Ε, περίμενε!” φωνάζει από πίσω μου η γκαρσόνα. “Πρέπει να πληρώσει πρώτα. Χρωστάει τριάντα ευρώ.”
Ο ΑΓΑΤ βγάζει από την τσέπη του ένα μάτσο τσαλακωμένων χαρτονομισμάτων και τα τείνει προς το μέρος μου.
Ξεδιαλέγω τριάντα ευρώ για το λογαριασμό και με μια γρήγορη κίνηση, χωρίς να με πάρει κανείς είδηση, τσεπώνω και ένα δεκάρικο για τον κόπο μου.
Τον κοιτάζω σιωπηλά να βάζει τα υπόλοιπα χαρτονομίσματα στην τσέπη του και να βγαίνει από την πόρτα του μπαρ σηκώνοντας το χέρι του σε έναν τελευταίο ασθενικό χαιρετισμό.
Συνεχίζω να τον παρακολουθώ μέσα από το παράθυρο καθώς απομακρύνεται με τα αργά, προσεχτικά βήματα του αλκοολικού. Δεν πάει όμως μακριά, καθώς στο πρώτο παγκάκι που βρίσκει μπροστά του, στην πλατεία απέναντι από το μαγαζί, ξαπλώνει και κουλουριάζεται στην στάση του εμβρύου.
Καθισμένος πια στην θέση μου στο μπαρ, ρίχνω μια τελευταία ματιά προς το μέρος του, μόνο για να διαπιστώσω, ότι κάποιοι πιτσιρικάδες - από αυτούς που φαίνεται να βρίσκονται όλες τις ώρες και τις μέρες στην πλατεία - τον έχουν ήδη κυκλώσει με τα μάτια καρφωμένα στα χαρτονομίσματα που εξέχουν από την τσέπη του.
Με τα περίεργα, για τα γούστα μου, κουρέματα τους, τα σκισμένα μπλουζάκια, τα skateboard στα χέρια τους και τα σκληρά σαν ατσάλι εφηβικά βλέμματα, μοιάζουν να είναι αδιαχώριστο μέρος της τσιμεντένιας, βρόμικης και μαυρισμένης από το καυσαέριο θλιβερή πλατείας.
Ανασηκώνω τους ώμους μου ανέμελα και γυρνάω το βλέμμα μου προς την γκαρσόνα που μετράει τα λεφτά που άφησε ο ΑΓΑΤ -για την ακρίβεια, που άφησε ο ΑΓΑΤ μέσω εμού.
“Τον τσίπη” μουρμουρίζει, “φιλοδώρημα μηδέν...”
Βάζει τα λεφτά στο συρτάρι και γυρνάει προς το μέρος μου.
Κοιταζόμαστε για λίγη ώρα σιωπηλοί με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή.
Ύστερα από λίγο αναστενάζει επιδεικτικά.
“Η συμφωνία, είναι συμφωνία” λέει και παίρνει το ποτήρι μου να το γεμίσει με μπύρα. Την ακουμπάει μπροστά μου και μετά μου φέρνει, με προφανή απροθυμία, και το σφηνάκι τεκίλα που μου υποσχέθηκε.
Την στιγμή ακριβώς που το χέρι μου ακουμπάει πάνω στο ποτήρι της φρεσκο-γεμισμένης μπύρας, το δικό της χέρι την αρπάζει εμποδίζοντας με από την να την φέρω στο στόμα μου.
Με κοιτάει βαθιά στα μάτια με έναν τρόπο που με συγκλονίζει – αν κάτι με συγκλονίζει με ευκολία, είναι οι ψηλές, βυζαρούδες, με ωραίο κώλο γυναίκες που μου προσφέρουν αλκοόλ. Ή απλά οι γυναίκες που μου προσφέρουν αλκοόλ.
“Για μια στιγμή, μου πέρασε από το μυαλό” ξεκινάει να λέει, αλλά διστάζει. "Να, δηλαδή, σκέφτηκα σοβαρά -για μια στιγμή μόνο - ακόμα και, ακόμα και να σου κάτσω...Αν με βοηθούσες...με τον ΑΓΑΤ...”
Αφήνει την μπύρα μου και την τελευταία στιγμή πριν το χέρι της απομακρυνθεί για πάντα, νιώθω την άκρη των δαχτύλων της να σέρνονται για μια στιγμή μόνο πάνω στην ανάστροφη της παλάμης μου.
Αναστενάζω βαθιά και κλείνω τα μάτια μου φέρνοντας την μπύρα στο στόμα μου.
Τι να κάνεις, σκέφτομαι καθώς οραματίζομαι τα καλοσχηματισμένα στήθια της γκαρσόνας.
Τουλάχιστον, το μεθύσι μου, διαρκεί περισσότερο από το σεξ.